Η πρώτη αποτύπωση των εντυπώσεων ενός κατοίκου του Παρισιού, αμέσως μετά την επιστροφή του από την Αιώνια Πόλη:

Αγαπητοί φίλοι,
είμαι ένας άνθρωπος που μέχρι την προηγούμενη εβδομάδα πίστευε ακράδαντα ότι ζει στην ομορφότερη πόλη του κόσμου. Να όμως που και οι πιο ακλόνητες σκέψεις μπορούν να ανατρέπονται.Την προηγούμενη εβδομάδα βρέθηκα στη Ρώμη, την Αιώνια Πόλη…
Από τη στιγμή που γύρισα στο Παρίσι, πολλά έρχονται στο μυαλό που δεν ξέρω θέλοντας να τα βάλω σε ένα κείμενο από πού ν’ αρχίσω. Είναι δύσκολο να περιγράψεις αυτό το σοκ που παθαίνεις σ’ αυτή την πόλη, ειδικά αν βρεθείς μια περίοδο όπως αυτή, που το καλοκαίρι πλησιάζει και ο καιρός είναι σύμμαχος στη σκηνοθεσία μιας απαράμιλλης σκηνής που όμοιά της δεν κατάφεραν να φτιάξουν οι μεγαλύτεροι των ζωγράφων και σκηνοθετών. Τελικά ο πιο μεγάλος καλλιτέχνης είναι η Ιστορία, που προίκισε απλόχερα και γενναιόδωρα αυτή την πόλη, ώστε σήμερα να είναι ένα πραγματικό στολίδι που λάμπει για όλο τον πλανήτη.
Επειδή λοιπόν είναι δύσκολο να βρεις λέξεις για να περιγράψεις γενικά αυτό που έζησες εκεί, ακολουθείς το γνωστό δρόμο που λέει: “κάτσε να βάλουμε τα πράγματα σε μια σειρά”…
Πέρσι σε μια αντίστοιχη περίοδο διακοπών είχα επισκευτεί μια άλλη πρωτεύουσα του Ευρωπαϊκού Νότου, τη Μαδρίτη. Το συναίσθημα που μου έμεινε από εκείνο το ταξίδι ήταν ότι οι πιο βόρειοι ευρωπαίοι είναι τα θύματα που δουλεύουν σα χαζοί και τρέχουν όλοι μέρα την ώρα που κάποιοι κάνουν μεσημεριανή σιέστα 2 ωρών, βρίσκονται στις πλατείες και τις μπυραρίες, μιλάνε δυνατά και πίνουν και τρώνε τάπας. Μια κατάσταση που στα σύγχρονα ελληνικά ονομάζουμε “χυμείο” (ναι με υ)… Εν ολίγοις δε θα μπορούσα να μείνω σε αυτή την πόλη με τέτοιες συνθήκες. Αν και περνάς καλά εκεί, είναι σα κατασκήνωση, μόνιμη υποχρεωτική κατασκήνωση που όταν γυρίζεις στο “κανονικό” περιβάλλον νιώθεις μια λύτρωση. Παρ’ όλα αυτά τις πρώτες μέρες, φεύγοντας από το πιο κρύο Παριζιάνικο περιβάλλον πίστευα ότι είναι “un paradiso sin igual” που λέει και η Baccara, για τους μη ισπανόφωνους “ένας παράδεισος χωρίς όμοιό του”. Αυτό το ταξίδι ήταν ο πήχης της σύγκρισης που είχα βάλει στη Ρώμη, που τις έδινα αρκετές πιθανότητες φυσικά να είναι πιο όμορφη ως πόλη, αλλά περίμενα να τη συγκρίνω μόνο με αυτό το ταξίδι.
Ίσως υποτίμησα λοιπόν λίγο το παρακάτω σλόγκαν:
Solo Parigi è degna di Roma; solo Roma è degna di Parigi
Seule Paris est digne de Rome ; seule Rome est digne de Paris
Μόνο το Παρίσι είναι άξιο της Ρώμης , μόνο η Ρώμη είναι άξια του Παρισιού
Αυτό είναι το σύνθημα υπό το οποίο το Παρίσι και η Ρώμη είναι αδελφοποιημένες ΜΟΝΟ μεταξύ τους και με καμία άλλη πόλη του κόσμου, παρά τις όποιες συνεργασίες έχουν με άλλες πόλεις σε Διεθνές επίπεδο.
Χρειάστηκε μια μέρα μόλις, δηλαδή οι πρώτες ώρες και μια διαδρομή από την Piazza Venezia μέσω της Piazza della Rotonda μέχρι τη Scalinata di Spagna για να καταλάβω ότι η πρώτη σύγκριση ήταν αποτυχημένη. Πλέον τις επόμενες τέσσερις μέρες ξεκινούσε ένα πολύ μεγάλο παιχνίδι, είχαν κάνει όλοι στην άκρη και στο μυαλό μου ανταγωνίζονταν δύο τρίχρωμες πρωτεύουσες, La Ville de Lumière από τη μια και La Città Eterna από την άλλη.
Και τότε ξεκινάς να χάνεσαι μέσα σε σοκάκια που οι πέτρες τους έχουν ένα άρωμα που έρχεται από όλη την ιστορία, από τότε που έφτανε στην καρδιά της Ρωμαϊκής Αγοράς η Αππία οδός, μπαίνεις μέσα σε ένα κολοσιαίο Κολοσσέο και σου έρχεται να φωνάξεις βλέποντας να ξαναζωντανεύουν οι μονομαχίες και οι κερκίδες του να γεμίζουν με 70000 πληβείους που μέχρι την κορυφή φωνάζουν για το “θέαμα” αφού έχουν εξασφαλίσει έναν “άρτο” από τις επαρχίες μιας τεράστιας αυτοκρατορίας. Μιας αυτοκρατορίας που συναντάς να ξαναγεννιέται καθώς είσαι πάνω στα άλογα του Ιούλιου Καίσαρα και διαβαίνεις το Ρουβικόνα για να κατακτήσεις την ίδια την Ιστορία, που σε φαίρνει λίγο πιο πάνω, στα Fori Imperiali, που από δίπλα τους και για την ακρίβεια από πάνω τους περνάει η τεράστια Via dei Fori Imperiali, που ο Μουσολίνι έφτιαξε χωρίς να υπολογίζει τι αφήνει καταδικασμένο στο σκοτάδι από κάτω, γιατί έτσι βόλευε να γίνονται οι παρελάσεις του, ώστε να ορίζει την είσοδο στη Νέα Πόλη, στην Piazza Venezia που είναι ακόμα ορατά τα σημάδια της πάλαι ποτέ διαμελισμένης Ιταλίας, με τα κτήρια που φέρουν τα Ενετικά Σύμβολα και την Πλατεία του Αγίου Μάρκου στις δύο πλευρές της, να ορίζουν το χώρο μπροστά από το τεράστιο και επιβλητικό Μνημείο στον Βιττόριο Εμανουέλε, τον πρώτο βασιλιά της Ενωμένης Ιταλίας.
Κι εκεί που είσαι έτοιμος να κοιτάξεις λίγο πιο πίσω, εμφανίζονται οι σκάλες του Καπιτόλιου και της πλατείας του, που οι Ρωμαίοι ονομάζουν Campidoglio, όπου οι Διόσκουροι σε υποδέχονται σε ένα μαγευτικό σημείο όπου αποκαλύπτονται όλες οι αρετές μιας αρχαίας πόλης, που χτίστηκε εκεί που η Λύκαινα βύζαινε δύο άλλους δίδυμους, ορφανούς επίσης από (θνητό) πατέρα. Κατεβαίνοντας στο Εβραϊκό Γκέτο, τα Ρωμαϊκά θέατρα και ναοί που αργότερα συντηρήθηκαν γιατί έγιναν εκκλησίες σου ανοίγουν το δρόμο για την Ponte Fabricio, που σε οδηγεί στην Isola TIberiana, το μοναδικό νησί του Τίβερη, σαν το Île de la cité ένα πράγμα, με τη διαφορά ότι η πρώτη πόλη της Ρώμης δε χτίστηκε σε αυτό το περιορισμένο σημείο. Συνεχίζοντας στο κέντρο της παλιάς πόλης παίζεις συνεχώς με την Ιστορία, καθώς στην Piazza Navona που το όνομά της προέρχεται από τη λέξη “αγώνας” (agona -> nagona -> navona) επειδή εκεί ήταν το Στάδιο του Διομητιανού καταλαβαίνεις ότι στο ίδιο ακριβώς σημείο, που σήμερα κοσμείται από το συντριβάνι των 4 Ποταμών μπροστά στο Ναό της Αγίας Αγνής, έργα δύο αντίπαλων καλλιτεχνών, περνάει ξανά και ξανά βόλτες η Ιστορία και αφήνει τα σημάδια της.
Και τότε αρχίζουν οι διαδρομές μέσα στα στενά που είναι γεμάτα από λουλούδια αυτή την εποχή, από πέτρες σπασμένες, ίσως και από τότε που παιρνούσαν κάρα από πάνω τους και θέλεις σαν παιδί της σκλαβωμένης ακόμα Ιταλίας να πας να γράψεις με μπογιά στους κεραμιδί ή ώχρα τοίχους VIVA VERDI και μετά να περάσει κάποιος άλλος και να βάλλει τις απαραίτητες τελείες ώστε να γίνει VIVA V.E.R.D.I. δηλαδή VIVA Vittorio Emannuele Re D’Italia (Ζήτω ο Βιττόριο Εμανουέλε Βασιλιάς Της Ιταλίας), σημαδεύοντας το μέλλον με την προσδοκία μια ανεξάρτητης και ενωμένης πατρίδας, αυτή που είχαν και οι Καρμπονάροι του Τζουζέπε Ματσίνι και του Γκαριμπάλντι, οι οποίοι μαζί με τους Καβούρ και Βιττόριο Εμανουέλε αποτελούν τους “Πατέρες της Πατρίδας”, όταν ανάγκαζαν όλη τη γερασμένη Ευρώπη να στραφεί με Ιερά Συμμαχία εναντίον τους.
Πριν προλάβεις όμως να ξεφύγεις ορθώνονται μπροστά σου όλες οι εκκλησίες, που σου θυμίζουν ότι βρίσκεσαι κάτω από τις βουλές ενός Πάπα που ήταν πλανητάρχης στους αιώνες που περνούσαν βασανιστικά το Μεσαίωνα, πριν από την Αναγέννηση που είχε κοιτίδα την Ιταλία για να φύγει από εκεί και να ξαναγυρίσει. Έναν Μεσαίωνα που περπατάς στο Τραστέβερε, τη γειτονιά που το όνομά της κάνει σαφές ότι είσαι στην “Υπερτιβέρια” περιοχή, λίγο πιο κάτω από το Βατικανό και το Καστέλο του Σαντ’Άντζελο, το οποίο υπήρξε και Παπική κατοικία, για να βρεις τους άλλους δυνάστες, που είχανε γαλλικά επίθετα, γίνανε και Γάλλοι βασιλιάδες και αυτοκράτορες, και διέμεναν μέσα στα μεγαλοπρεπή palazzi από τα οποία βρύθει η Ρώμη.
Εκεί βρίσκεις ξανά την ανάγκη για ένα Risorgimento, μια αναβίωση που βρίσκει το σύνθημά της στα λόγια από το Nabucco του Verdi, “o mia patria si bella e perduta” (“ω πατρίδα μου, τόσο όμορφη και ξεχασμένη”). Και αρχίζει η σκέψη για την κουλτούρα που υπάρχει γύρω σου. Γιατί όταν οι Ιταλοί έψαχναν στη Νεα Ενωμένη Πατρίδα τους το 1861 να φτιάξουν και ένα Νέο Ενωμένο Έθνος βρίσκανε την “Ιταλικότητα” στον Βέρντι και την τεράστια καλλιτεχνική δημιουργία του νέου θεάτρου που ονομαζόταν “Έργο”, ιταλιστί “Όπερα”. Ένα είδος τέχνης που ένωνε τον ιταλικό λαό στις πλατείες και στα θέατρα, τα θέατρα που είχαν κι αυτά πλατείες και μπαλκόνια, αντίστοιχα μ’ αυτά που έβρισκες μέσα στις πόλεις, πλατείες που τον 18ο αιώνα έμπαινες χωρίς εισητήριο και ήσουν όρθιος, πριν αλλάξουν ρόλο τα μπαλκόνια και γίνουν ο φωνακλάς εξώστης που δε δίσταζε να πετάξει και μαρούλια σε χοντρόπετσες κινήσεις όταν ο πρωταγωνιστής δεν ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις του κοινού.
Την ίδια ώρα λοιπόν που η “ελληνικότητα” φτιαχνόταν με τα ψέμματα του Παπαρηγόπουλου που κατέστρεψε ΟΛΕΣ τις γενιές των Ελλήνων που δεν έχουν ιδέα για την ιστορία τους αλλά είναι πολύ περήφανοι γι’ αυτήν, των ελλήνων της καθαρευούσης που κυνηγούσαν τη γλώσσα του Εθνικού τους Ύμνου, έργο ενός ιταλόφωνου ποιητή που έγραψε “απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη” και όχι “εκ των οστών εξηγμένη” για την Ελευθερία, οι γείτονες που ουσιαστικά απελευθερώθηκαν 30 χρόνια αργότερα δεν έψαχναν να βρουν τις ρίζες τους ούτε στον Ιούλιο Καίσαρα, ούτε προσπαθούσαν να μιλήσουν ψεύτικα λατινικά, είχαν μια δική τους γλώσσα, που μπορούσε να τραγουδιέται στα μεγαλύτερα θέατρα της Ευρώπης. Πρόσφατα διάβασα ότι το 1/3 των ανθρώπων που μαθαίνουν σήμερα την ιταλική το κάνουν με σκοπό να καταλάβουν τη γλώσσα που είναι γραμμένα αυτά τα τεράστια δημιουργήματα.
Σ’ αυτά τα στενά λοιπόν, που δε βρωμάνε κάτουρο όπως στο Παρίσι, αλλά μπορείς να αναπνεύσεις τα ανθισμένα λουλούδια και τα αναρριχητικά φυτά, που κρέμονται από πολυκατοικίες με χρώματα της γης, όχι γκρίζα σπιρτόκουτα όπως αυτά που φυτρώνουν από το ’60 και μετά σε κάθε ελληνική πόλη, σπίτι με σπίτι, σε κάθε χωριό, καλύβα με καλύβα, σε κάθε βράχο και κάθε ρεματιά (sic).
Την ίδια ώρα καταλαβαίνεις κάτι ακόμα, ότι αυτό που αποκαλείται “μόδα” και για την οποία είναι φημισμένοι οι Ιταλοί δεν είναι New York Sex & the City, ένας ακόμα τρόπος υπερκατανάλωσης, αλλά πάνω απ’ όλα σεβασμός σε μια αισθητική. Γιατί αν το σκεφτείς, όταν στο δρόμο κυκλοφορούν όλοι λες και τους έχει χτυπήσει ελαιοχρωματοπωλείο σε μια πόλη είναι φυσιολογικό να χαλάει και η γενικότερη αισθητική σου. Εδώ δεν είναι μόνο θέμα χρημάτων, είναι θέμα κουλτούρας και δυστυχως οι βόρειοι λαοί (συν τους Ισπανούς) που έχουμε πολλοί την ατυχία να τους υπομένουμε βρωμάνε και ζέχνουν.
Την ίδια ώρα που άλλοι βρωμάνε, τα όρια της παλιάς Ρώμης οριοθετούνται από υδραγωγεία, το νερό τρέχει άφθονο σε όλη την πόλη, μπορείς στα συντριβάνια να βάλεις τα χέρια σου και να πλυθείς, το νερό δε φαίνεται καθαρό από το χλώριο, αλλά είναι καθαρό γιατί είναι τρεχούμενο. Υπάρχουν πλακάκια αποχέτευσης από την αρχαιότητα ακόμα μέσα στην πόλη, τέτοια που βρίσκεις και στις Θέρμες του Καρακάλλα, εκεί που πριν από χιλιάδες χρόνια μπορούσαν να λούονται την ίδια στιγμή 1500 και πλέον Ρωμαίοι. Ναι! οι Ρωμαίοι δεν έμπαιναν για μπάνιο στον Τίβερη, στο Παρίσι δυστυχώς χρειάστηκε οδηγία απαγόρευσης ώστε να αδειάσει ο Σηκουάνας το 1923…
Κι αν περπατήσεις πολύ και κουραστείς, έχει να φας, έχει τα τουριστικά μεν, παραδοσιακά δε Pizze e Paste, δηλαδή Πίτσες και Ζυμαρικά, αλλά και χίλιες δυο άλλες λιχουδιές της Ιταλικής κουζίνας, μιας κουζίνας που είναι φτιαγμένη για να τρώει ο κόσμος, όχι για να παρουσιάζεις gourmet φαγητά, μικρές μπουκίτσες σε μεγάλα πιάτα με αποτέλεσμα να χορταίνεις με τη …σαλάτα!!
Όλα αυτά σκεφτείτε τα κάτω από το Ρωμαϊκό ήλιο που για αιώνες φωτίζει την ανθρώπινη Ιστορία που διαβαίνει σ’ αυτή την πόλη. Αλλά για να μη φαντάζεστε πολύ, σας αφήνω και μερικές φωτογραφίες για να μπορέσετε να πάρετε μια γεύση…
Σας αφήνω μ’ αυτές τις πολλές και μπερδεμένες σκέψεις μου, περιπλανώμενες σε εικόνες που μπορώ να βλέπω κάθε βράδυ πλέον όταν ονειρεύομαι με τα μάτια κλειστά, γιατί για 5 μέρες μπορούσα να το κάνω έχοντάς τα ορθάνοιχτα… Εικόνες που ο Franco Zeffirelli έβαλε μέσα σε ένα 25λεπτο βίντεο με τίτλο Omaggio a Roma..
Στο επανειδείν Ρώμη… Arrivederci Roma!!!

 

14 Μάη 2013
Aegletes Coelispex