Ο όρος «Dolce Vita» αναφέρεται στην ιστορική περίοδο ανάμεσα από τα τέλη της δεκαετίας του ’50 έως τα μέσα της δεκαετίας του ’60 και ειδικότερα στις τάσεις που εμφανίστηκαν την εποχή εκείνη στην Ρώμη, επίκεντρο αυτού του φαινόμενου.
Στα τέλη της δεκαετίας του ‘50 η Ρώμη έχει εξέλθει από τα δεινά του πολέμου, είναι μια ζωντανή πόλη και ζει τη χρυσή της περίοδο. Είναι τα χρόνια της οικονομικής έκρηξης, της επιθυμίας να απολαύσει κανείς ανέμελα τη ζωή του και να γευτεί την ομορφιά, το κλίμα και τη ψυχαγωγία που πρόσφερε μια από τις πιο όμορφες πόλεις του κόσμου. Στην Cinecittà, λόγω του χαμηλού κόστους, γυρίζονται ιταλικές και αμερικανικές κινηματογραφικές παραγωγές και η πόλη έλκει διάσημους σκηνοθέτες και ηθοποιούς απ’όλο το κόσμο. Μαζί με αυτούς θα συναντήσουμε τυχοδιώκτες και διανοούμενους, καλλιτέχνες και εξόριστους ηγέτες.
Οι εικόνες αυτής της Ρώμης έγιναν ξακουστές και εξήχθησαν στον υπόλοιπο κόσμο κυρίως από δημοσιογράφους και σκανδαλοθηρικούς φωτογράφους, τους επονομαζόμενους «παπαράτσι», αλλά και από σκηνοθέτες σαν τον Φελίνι με την ταινία «Dolce Vita». Η καρδιά της Dolce Vita ήταν η via Veneto, μια διάσημη οδός της πρωτεύουσας, όπου οργανώνονταν οι πιο αποκλειστικές και πολυσυζητημένες βραδινές γιορτές.
Πώς όμως ξεκίνησε η Dolce Vita και πότε ακριβώς προσδιορίζεται η αρχή της; Η απάντηση είναι εύκολη, στις 5 Νοεμβρίου 1958.
Σκάνδαλο στο πάρτι
Εκείνη τη βραδιά μια νεαρή κοντέσα είχε διοργανώσει μια γιορτή γενεθλίων στο γνωστό τότε εστιατόριο Ρουγκαντίνο στο Τραστέβερε, με προσκεκλημένους από τον κόσμο του θεάματος, τη τοπική αριστοκρατία, συγγραφείς, καλλιτέχνες αλλά και δημοσιογράφους και φωτογράφους, δηλαδή όλο το δειγματολόγιο των χαρακτήρων που αργότερα θα αποτελέσουν τις τυπικές μορφές της Dolce Vita.
Κατά το τέλος της γιορτής οι καλεσμένοι είχαν αρχίσει να διασκεδάζουν για τα καλά και να χορεύουν πάνω στα τραπέζια. Η γνωστή Σουηδέζα ηθοποιός Ανίτα Έκμπεργκ άρχισε μάλιστα να χορεύει τσα τσα τσα με γυμνά πόδια, έχοντας βγάλει τα παπούτσια της, προσποιούμενη ένα υποτυπώδες στριπτίζ.
Ξαφνικά εμφανίστηκε στη μέση της σκηνής η Aïché Nana, μια νεαρή Λιβανέζα χορεύτρια τουρκικής καταγωγής, η οποία άρχισε έναν πολύ όμορφο, αισθησιακό και τολμηρό χορό της κοιλιάς. Πρώτα πέταξε τις γόβες της, μετά έβγαλε αργά το φόρεμά της, μετά το κομπινεζόν και στο τέλος το σουτιέν. Ήταν η πρώτη φορά που συνέβαινε κάτι τέτοιο σε ένα ιδιωτικό πάρτι.
Το θέαμα κράτησε περίπου μισή ώρα, μέχρι που κάποιος θεώρησε πως το όριο είχε ξεπεραστεί και κάλεσε την αστυνομία. Αν και η αστυνομία προσπάθησε να κατασχέσει τις φωτογραφικές μηχανές και τα φωτογραφικά φιλμ, ένας φωτογράφος κατάφερε να διαφύγει και να δημοσιεύσει τις καυτές φωτογραφίες στο l’Espresso.
Το σκάνδαλο έλαβε παγκόσμιες διαστάσεις και δημιουργήθηκε όχι τόσο από αυτό καθαυτό το στριπτίζ ή τις διηγήσεις των παρόντων αλλά από την δημοσίευση των καυτών φωτογραφιών, οι οποίες θεωρήθηκαν άκρως τολμηρές και ερεθιστικές. Αν και ήδη είχε αρχίσει να πνέει στην Ιταλία ο νέος αέρας της Γλυκιάς Ζωής, η χώρα ήταν ακόμα ένα χριστιανοδημοκρατικό, σεμνότυφο και θρησκόληπτο κράτος και το συμβάν έκανε την «καθωσπρέπει» κοινωνία να αγανακτήσει. Οι Αρχές έβαλαν επ’ αορίστου λουκέτο στο εστιατόριο, ενώ η Aïché Nana, αφού της ακυρώθηκε το συμβόλαιο που είχε για μια κινηματογραφική ταινία με τον De Sica, πέρασε από δίκη, καταδικάστηκε μαζί με την ορχήστρα για προσβολή σημοσίας αιδούς (αν και το πάρτι ήταν ιδιωτικό) και στο τέλος θα απελαθεί.
Η ανέμελη Dolce VIta της Ρώμης θα επιρεάσει τα ήθη και τις αξίες της εποχής, τη γλώσσα και τη μόδα. Θα δύσει με τις φοιτητικές κινητοποιήσεις του Μάη του 1968.
Σήμερα το εστιατόριο Ρουγκαντίνο δεν υπάρχει πια. Στη θέση του, στον αριθμό 40 της piazza Sonnino, βρίσκεται το αυστηρό υποκατάστημα μιας τράπεζας. Αλλά δίπλα στην είσοδο θα δούμε μια ταμπέλα που θα μας υπενθυμίσει πως η Dolce Vita, γνωστή σε όλο το κόσμο μαζί με τους πρωταγωνιστές της, ξεκίνησε ακριβώς από εδώ.
Leave A Comment