Όπως έχουμε αναφέρει σε προηγούμενες αναρτήσεις, ένας νομικός κανόνας που περιέχονταν στον παλαιότερο νόμο της Δωδεκαδέλτου, απαγόρευε ρητά την αποτέφρωση και την ταφή των νεκρών στον αστικό χώρο και εντός των ορίων της πόλης. Η αυστηρή τήρηση του νόμου αυτού είχε σαν αποτέλεσμα στη Ρώμη και σε όλο τον ρωμαϊκό κόσμο, τουλάχιστον μέχρι τον Μεσαίωνα, τα νεκροταφεία να αναπτύσσονται έξω από τα τείχη, κατά μήκος των δρόμων που οδηγούσαν έξω από την πόλη. Έτσι, στη Ρώμη, στην Πομπηία, μέχρι και το πιο απομακρυσμένο επαρχιακό κέντρο, τάφοι και νεκροπόλεις αναπτύσσονταν σε αυτά τα σημεία χωρίς διακοπή.
Όσο αφορά το είδος της ταφής, την κατασκευή των τάφων και την διακόσμησή τους, αυτά εξαρτώνται από την εποχή, την μόδα αλλά και φυσικά από την κοινωνική τάξη που ανήκε ο νεκρός και από το πόσο εύπορη ήταν η οικογένειά του.
Καύση
Εκτός από την ταφή των νεκρών, στην Ρώμη συνηθίζονταν ήδη από τον 1° αι. π.Χ. και η καύση, πρακτική που υπήρχε ήδη από τον 4° αι. π.Χ. και που επομένως δεν μπορεί να θεωρηθεί αποκλειστική συνέπεια της αστικής ανάπτυξης και του συνωστισμού. Σίγουρα πάντως, όταν η πόλη έφτασε να έχει πληθυσμό 1 εκατομμύριο κατοίκους, ενώ αργότερα, επί Μ. Κωνσταντίνου άγγιξε τα 2 εκατομμύρια, η πρακτική της καύσης πρόσφερε αρκετά πρακτικά πλεονεκτήματα.
Η ευκολότερη μέθοδος αποτέφρωσης συνίστατο στο σκάψιμο ενός λάκκου, τον οποίο γέμιζαν με ξύλα και πάνω τοποθετούσαν το σώμα του νεκρού. Αλλά συνήθως η αποτέφρωση του σώματος πραγματοποιούνταν σε ειδικούς χώρους (ustrinum) με κρεματόρια, όπου η τέφρα και τα οστά συλλέγονταν σε ειδικά δοχεία. Η εξάπλωση της πρακτικής αποτέφρωσης ήταν τόσο γρήγορη που ήδη από τον 1° αι. μ.Χ. η ταφή άρχισε να θεωρείται «ελληνική» συνήθεια που διέκρινε το ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας.
Η πρακτική της ταφής θα επιστρέψει στη μόδα την εποχή των Αντωνίνων και θα γίνει η δημοφιλέστερη πρακτική κατά την εποχή των Σεβήρων. Αυτή η επιστροφή στην ταφή οφείλεται στην εξάπλωση των μυστηριακών θρησκειών της Ανατολής, οι οποίες μιλούσαν για ανάσταση και επανένωση του σώματος και ψυχής. Με την επιστροφή στην πρακτική της ταφής θα ξεσπάσει και η μόδα των σαρκοφάγων, ξύλινες και πήλινες για τους φτωχούς, μαρμάρινες και ανάγλυφες για τους πλούσιους (έχει υπολογιστεί πως μια μαρμάρινη σαρκοφάγος ξεκινούσε από 50.000€ και άνω).
Η είσοδος του κολουμβάριου του Pomponio Hylas αποτελείται από μια μικρή κατασκευή δίπλα στα τείχη της Ρώμης. Στο εσωτερικό σκαλοπάτια οδηγούν στο υπόγειο τεφροφυλάκιο.
Κολουμβάρια
Κατά την περίοδο της μέγιστης εξάπλωσης της πρακτικής της αποτέφρωσης, θα επικρατήσει ένας τύπος υπόγειων ή ημιυπόγειων νεκροταφείων που χαρακτηρίζεται από την παρουσία σειρών από μικρές κόγχες στα τοιχώματα, που προορίζονται να φιλοξενήσουν τα τεφροδόχα αγγεία. Αυτά τα τεφροφυλάκια, που ονομάζονται κολουμβάρια/columbaria («περιστερώνες», λόγω της ομοιότητάς τους με τα καταφύγια των περιστεριών), θα φανούν απολύτως λειτουργικά στην πυκνοκατοικημένη πόλη της Ρώμης, καθώς είχαν την δυνατότητα να φιλοξενήσουν ένα πολύ υψηλό αριθμό ταφών σε σχέση με άλλου είδους νεκροταφεία.
Αυτή η μορφή συλλογικών τάφων φιλοξενούσε τα μέλη της ίδιας οικογένειας, συμπεριλαμβανομένων των δούλων και των απελεύθερων ή τα μέλη σωματείων. Η διαχείριση των κολουμβάριων ανατίθετο στα collegia funeraticia, σωματεία τα οποία είχαν την επιμέλεια της αγοραπωλησίας των κογχών, την ανάθεση τους και τη συντήρηση των τάφων. Τις πιο πολλές φορές το όνομα του νεκρού γράφονταν σε μια μικρή ταμπέλα κάτω από την κόγχη, αλλά σε πολλές επιγραφές αναγράφονταν δημοσίως και το δικαίωμα της ταφής, η ιδιοκτησία και οι κανόνες της κληρονομικότητας προς τρίτους. Αρχικά τα κολουμβάρια ήταν αρκετά απλά αλλά από την εποχή του Αυγούστου το εσωτερικό θα αρχίσει να διακοσμείται με ζωγραφιές και ανάγλυφο γυψομάρμαρο.
Κολουμβάριο του Pomponio Hylas
Το κολουμβάριο βρίσκεται δίπλα στα Αυρηλιανά τείχη και ανακαλύφθηκε το 1831. Βρίσκεται στο εσωτερικό των τειχών γιατί την εποχή της κατασκευής του τα τείχη δεν υπήρχαν ακόμα και η πόλη δεν είχε επεκταθεί τόσο πολύ. Σε αυτές τις περιπτώσεις τα υπάρχοντα νεκροταφεία απλώς έπαυαν να λειτουργούν και επέρχονταν η λήθη για την ύπαρξή τους. Το συγκεκριμένο κατασκευάστηκε μεταξύ 14/54 μ.Χ. και λειτούργησε μέχρι τον 2° αιώνα. Μια στενή και απότομη σκάλα οδηγεί στο εσωτερικό του.
Στα μισά της σκάλας, πάνω από το κεφάλι μας, μια κόγχη είχε σχεδιαστεί για να φιλοξενήσει τις τέφρες ενός ζευγαριού, του Γναίου Πομπόνιου Ύλας (τελευταίος κάτοχος, από τον οποίο παίρνει το όνομα το κολουμβάριο) και της συζύγου του, Πομπόνιας:
CN(aei) POMPONI HYLAE E(t) POMPONIAE CN(aei) L(ibertae) VITALINIS
To “V” (vivit) πάνω από το όνομα της γυναίκας υποδεικνύει πως η σύζυγος βρίσκονταν ακόμα εν ζωή όταν κατασκευάστηκε ο τάφος, ενώ το “L(ibertae) VITALINIS” δηλώνει πως ήταν απελεύθερη, πρώην σκλάβα κάποιου Vitalis. H επιγραφή είναι διακοσμημένη με όστρακα και κάτω από αυτή διακρίνονται δύο γρύπες και μια λύρα, σύμβολο του Απόλλωνα Μουσηγέτη.
Το κολουμβάριο έχει ορθογώνιο σχήμα και καλύπτεται με θόλο διακοσμημένο με σπείρες από αμπέλια, στις οποίες αιωρούνται πουλιά και Έρωτες.
Σπάνιο ανάγλυφο με τον θεό Όκνο. Παριστάνεται σαν μεσήλικας άνδρας που πλέκει ασταμάτητα ένα σκοινί, το οποίο κατατρώει συνεχώς ένας γάιδαρος που βρίσκεται δίπλα του.
Το κολουμβάριο του Pomponio Hylas βρίσκεται εδώ.
Leave A Comment