Ένα από τα πιο εντυπωσιακά κτίρια στην Ρωμαϊκή Αγορά είναι ο ναός του Αντωνίνου και της Φαυστίνας. Τοποθετημένος σε περίοπτη θέση πάνω σε ένα κρηπίδωμα, στην κορυφή μιας σκαλινάδας, ξεχωρίζει γιατί παρουσιάζει μια σύνθετη εμφάνιση, μια μοναδικότητα, με έναν χριστιανικό ναό να φαντάζει κατασκευασμένος στο εσωτερικό ενός ρωμαϊκού, μια συμβίωση στοιχείων μπαρόκ και στυλών με κορινθιακά κιονόκρανα. Στην πραγματικότητα πρόκειται για την μετατροπή ενός ρωμαϊκού ναού σε χριστιανικό κατά την οποία, και για άγνωστο λόγο, διατηρήθηκε η αρχική εντυπωσιακή πρόσοψη, χωρίς να καταστραφούν ή να ανακυκλωθούν τα μαρμάρινα στοιχεία, όπως ήταν συνήθεια της εποχής.
Ο αρχικός ναός ήταν αφιερωμένος στον αυτοκράτορα Αντωνίνο τον Ευσεβή και στη σύζυγό του Φαυστίνα την Πρεσβύτερη. Ανεγέρθηκε το 141 μ.Χ., μετά το θάνατο της αυτοκράτειρας, η οποία απεβίωσε μάλλον κατά τον 5° τοκετό της. Η αφιέρωση του ναού μαρτυρείται από την επιγραφή στο επιστύλιο της πρόσοψης: «DIVAE FAVSTINAE EX S(enatum) C(onsulto)» [στην Θεά Φαυστίνα με απόφαση της Γερουσίας]. Περίπου 20 χρόνια αργότερα θα την ακολουθήσει και ο αυτοκράτορας, ο οποίος πέθανε μάλλον εξαιτίας των επιπλοκών μιας δυσπεψίας από υπερβολική ποσότητα τυριού. Τότε θα προστεθεί στην πρόσοψη μια νέα αφιέρωση: DIVO ANTONINO ΕΤ [στον Θεό Αντωνίνο και..]. Η θεοποίηση των αυτοκρατόρων ήταν συχνή πρακτική της εποχής. Το ψήφισμα της Γερουσίας ήταν απαραίτητο για την θεοποίηση του ζευγαριού, αλλά δεν αρκούσε μόνο αυτό, χρειάζονταν και ένα θαύμα, δηλαδή να είχε δει κάποιος την ψυχή του αυτοκράτορα να υψώνεται στον ουρανό πάνω σε έναν αετό. Τα αγάλματα των δύο «θεών» βρίσκονταν στο εσωτερικό του ναού, στο οποίο είχαν πρόσβαση μόνο οι ιερείς.
Όταν ο ναός αυτός ήταν ακόμη εν ενεργεία, όσοι πιστοί επιθυμούσαν να λατρεύσουν τον αυτοκράτορα ή την σύζυγό του, περέμεναν στο εξωτερικό, στην βάση από τις σκάλες. Στις σκάλες υπήρχε ένας βωμός, υπολείμματα του οποίου διατηρούνται μέχρι σήμερα, όπου προσφέρονταν θυσίες ζώων, όπως βόδια, κριάρια ή άλλα ζώα. Ένα μέρος των θανατωμένων ζώων μεταφέρονταν στο εσωτερικό, μπροστά από τα αγάλματα του αυτοκρατορικού ζεύγους, ενώ το υπόλοιπα καίγονταν για να ανέβουν σαν προσφορά στον ουρανό. Στο εσωτερικό επιτρέπονταν η είσοδος μόνο στος ιερείς – όπως και στους υπόλοιπους ρωμαϊκούς ναούς – ενώ οι πιστοί έπρεπε να παραμείνουν έξω. Οι στύλοι είχαν ακριβως αυτό τον σκοπό, να επιτρέπουν μια μερική θέα προς το εσωτερικό του ναού και τα γιγαντιαία αγάλματα που φιλοξενούσε.
Ο Ναός του Αντωνίνου και της Φαυστίνας στην Ρωμαϊκή Αγορά της Ρώμης
Ήταν ένας πρόστυλος εξάστυλος ναός, όλος καλυμμένος από μάρμαρο. Στον πρόναο υπήρχαν και υπάρχουν ακόμα 6 στύλοι από Καρύστιο μάρμαρο που μεταφέρθηκε από την Ελλάδα αλλά φιλοτεχνήθηκε από Ρωμαίους τεχνίτες. Τα κιονόκρανα είναι κορινθιακού ρυθμού και o θριγκός είναι διακοσμημένος με γρύπες και μοτίβα φυτών. Κοντά στην κορυφή των στυλών μπορεί κανείς να παρατηρήσει λοξές αυλακώσεις, οι οποίες μάλλον έγιναν για να συγκρατήσουν τα σχοινιά με τα οποία επιχειρήθηκε μάταια η κατεδάφισή τους, για την επαναχρησιμοποίηση των υλικών. Για το εσωτερικό του ναού και πώς ήταν κατά την αρχαιότητα, δεν γνωρίζουμε τίποτε. Θα χαθεί επίσης και το αέτωμα.
Με το Έδικτο της Θεσσαλονίκης του 380 μ.Χ. επί Μ. Θεοδοσίου ο χριστιανισμός καθίσταται επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας αλλά θα πρέπει να περάσουν ακόμη άλλα 200-300 χρόνια πριν αρχίσουν οι χριστιανοί να μεταβάλλουν και να επαναχρησιμοποιούν τους παλιούς παγανιστικούς ναούς.
Γύρω στον 7° αιώνα θα μετατραπεί σε χριστιανικό ναό, αφιερωμένο στον Άγιο Λαυρέντιο (San Lorenzo in Miranda). Η επιλογή του ονόματος εξηγείται από το γεγονός πως εκεί κοντά καταδικάστηκε σε θάνατο ο Άγιος Λαυρέντιος. Αντίθετα, δεν υπάρχει σίγουρη εξήγηση για το τοπωνύμιο «in Miranda». Ίσως λόγω της όμορφης θέας που πρόσφερε προς την Ρωμαϊκή Αγορά.
Η πρώτη αναφορά στην εκκλησία ανάγεται στο 1050, στο Mirabilia Urbis, ένα διάσημο οδηγό για προσκυνητές που ταξίδευαν με προορισμό την Ρώμη, ο οποίος περιείχε πάρα πολλές πληροφορίες, ορισμένες από τις οποίες όμως φανταστικές. Το κείμενο εξακολουθεί να αποτελεί θησαυρό γνώσεων για τους ιστορικούς της τέχνης.
Μεταξύ 1362 και 1370 ο Ουρβανός Ε’ εξουσιοδότησε την αφαίρεση των μαρμάρινων στοιχείων του ναού, ο οποίος είχει μετατραπεί ήδη σε χριστιανική εκκλησία. Τα μάρμαρα επαναχρησιμοποιήθηκαν στην κατασκευή της βασιλικής του Λατερανού.
Γύρω στο 1430 ο Πάπας Μαρτίνος Ε’ χορήγησε την εκκλησία στο Universitas Aromatariorum, το «Κολέγιο των φαρμακοποιών», το οποίο εξακολουθεί να χρησιμοποιεί το παρακείμενους χώρους του ναού για να στεγάσει ένα μουσείο, μια βιβλιοθήκη και ένα αρχείο που περιέχει, μεταξύ άλλων, συνταγές που έγραψε ο Ραφαήλ.
Το 1536, με την ευκαιρία της επίσκεψης του αυτοκράτορα Καρόλου Ε’ στη Ρώμη αποφασίστηκε η ανάδειξη του αρχαίου παγανιστικού ναού και η απελευθέρωσή του από τις μεταγενέστερες δομές, οι οποίες κατεδαφίστηκαν. Έτσι ο ναός έγινε ορατός στις κύριες δομές του. Το 1602 θα οικοδομηθεί ένας νέος ναός με ενιαίο κλίτος και πλαϊνά εσωτερικά παρεκκλήσια. Τότε θα λάβει την νέα ονομασία San Lorenzo degli Speziali (Άγιος Λαυρέντιος των Φαρμακοποιών).
Το σχήμα της εκκλησίας ήταν αρκετά παρόμοιο με αυτό του αρχικού ναού, καθώς περιορίστηκαν το έργα που θα διαστρέβλωναν την αρχική διάταξη: ακόμη και η κόγχη δεν κατασκευάστηκε ποτέ, διατηρώντας τη δομή του αρχαίου εσωτερικού. Ο ναός φιλοξενεί αρκετά ζωγραφικά έργα, ανάμεσα στα οποία υπάρχουν πίνακες του Pietro da Cortona και Domenichino. Το 1801 άρχισαν οι αρχαιολογικές ανασκαφές.
Όσο αφορά την καλλιτεχνική κληρονομιά του ναού, οι πηγές προσφέρουν ελάχιστη βοήθεια πάνω σε αυτό το θέμα. Δεν υπάρχει μια ιστορία του ναού και της διακόσμησής του. Οι οδηγοί του 17ου και 18ου ένατου αιώνα αναφέρουν ελάχιστα και δεν έχουν γίνει ποτέ για το σκοπό αυτό συστηματικές αρχειακές έρευνες που θα επέτρεπαν την συλλογή πληροφοριών. Πρέπει ωστόσο να αναφερθούν οι πολυάριθμες αποκαταστάσεις και συντηρήσεις που έγιναν τα τελευταία χρόνια, οι οποίες απέδωσαν αναγνωσιμότητα σε πολλά έργα που εμφάνιζαν σοβαρές ζημιές.
Η συλλογή παρουσιάζει έργα διάσημων καλλιτεχνών σαν τους Domenichino και Raffaello Vanni αλλά και έργα ημιαγνώστων.
Το Μουσείο
Αφήνοντας τον ναό θα προχωρήσουμε προς το υπόγειο, όπου φιλοξενείται το Μουσείο της Φαρμακευτικής Τέχνης και Ιστορίας του Κολεγίου των Φαρμακοποιών. Εδώ στεγάζεται η πιο σημαντική συλλογή φαρμακευτικών ιγδίων (γουδιών). Συνολικά βρίσκονται 180 ιγδία, 150 εκ των οποίων είναι μπρούτζινα, διάφορων εποχών. Το μουσείο φιλοξενεί και μια συλλογή δοχείων από πορσελάνη για την φύλαξη των βοτάνων, παλιά εργαλεία για την κατασκευή παρασκευασμάτων, βιβλία φαρμακοποιίας περασμένων αιώνων.
Βιβλιοθήκη – Αρχείο
Η συλλογή της βιβλιοθήκης του «Ευγενούς Χημικοφαρμακευτικού Κολεγίου» αποτελείται κυρίως από επιστημονικά κείμενα, αποτέλεσμα δωρεών και αγορών που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια των αιώνων από την Συντεχνία των φαρμακοποιών και το Κολέγιο.
Τα κείμενα αφορούν κυρίως την φαρμακευτική, την ιατρική, τη χημεία και την υγειονομική ιστορία. Υπάρχουν περίπου 250 αρχαία κείμενα, μερικά από τα οποία είναι σπάνια, παρόντα μόνο σε αυτήν την βιβλιοθήκη και πάνω από 3.000 μονογραφίες. Θεωρείται η μεγαλύτερη θεματική συλλογή του είδους στην Ιταλία και ίσως στην Ευρώπη.
Στο ιστορικό αρχείο φυλάσσεται η ιστορία της συντεχνίας των φαρμακοποιών της Ρώμης από το 1430 έως σήμερα. Μεταξύ των άλλων βρίσκονται και ιατρικές συνταγές
Ο ναός θεωρείται ιδιωτικός χώρος και η πρόσβαση δεν επιτρέπεται στο κοινό. Τους τελευταίους μήνες οργανώνονται κάποιες ξεναγήσεις εκ μέρους του Κολεγίου, κατόπιν ραντεβού.
Leave A Comment