“Perinde ac cadaver”
«Όπως (υπακούει) ένα πτώμα»
Μότο των Ιησουιτών, σχετικά με την υπακοή στους ανωτέρους τους.
Η Εταιρεία του Ιησού (οι γνωστοί Ιησουίτες) ιδρύθηκε το 1540, την εποχή του προτεσταντικού σχίσματος που διαίρεσε την Ευρώπη με μια σειρά θρησκευτικών πολέμων, οι οποίοι διήρκεσαν περισσότερο από έναν αιώνα. Από την Γερμανία ο Μαρτίνος Λούθηρος και άλλοι μεταρρυθμιστές κήρυτταν κατά της διαφθοράς της Ρωμαϊκής Κουρίας, το εμπόριο των συγχωροχαρτιών και τον πλούτο της Εκκλησίας. Η Καθολική Εκκλησία εκείνη την εποχή έβρισκε δυσκολία να ανταποκριθεί σε αυτές τις επικρίσεις. Οι Πάπες της εποχής συμπεριφέρονταν σαν πρίγκηπες της Αναγέννησης που ασχολούνταν με την κατάκτηση και τον πόλεμο εναντίον των γειτόνων τους, με τις υπερβολικές δαπάνες για την τέχνη, με την διατήρηση πολυτελών Αυλών.
Ακόμη και πριν το σχίσμα του Λουθήρου, είχαν γεννηθεί στο εσωτερικό της Καθολικής Εκκλησίας διάφορα ρεύματα που απαιτούσαν μεταρρυθμίσεις και την επιστροφή σε μια μεγαλύτερη αποστασιοποίηση από την εγκόσμια θέματα. Μεταξύ όλων, οι Ιησουίτες ήταν η πιο επίμονη ομάδα. Η Εταιρεία του Ιησού αναγνωρίστηκε επίσημα από τον Πάπα στις 27 Σεπτεμβρίου 1540, με την βούλλα Regimini militantis ecclesiae (περί της υπεροχής της στρατευμένης Εκκλησίας). Είχε ιδρυθεί λίγα χρόνια νωρίτερα από έναν ευγενή της Χώρας των Βάσκων, έναν στρατιωτικό που θα γινόταν αργότερα άγιος, τον Ιγνάτιο Λογιόλα.
Μέσα σε λίγα χρόνια οι Ιησουίτες έγιναν μια από τα πιο σημαντικές φατρίες της Καθολικής Εκκλησίας, ασκώντας την επιρροή τους στην Ευρώπη, την Αμερική και την Άπω Ανατολή. Για το λόγο αυτό, οι Ιησουίτες είχαν γίνει πολλές φορές αντικείμενο καρικατούρων και στερεότυπων: φανατικοί και πλήρως αφιερωμένοι στον Πάπα και στον Αργηγό τους, σύμβουλοι των ισχυρών πίσω από τα παρασκήνια, παραπλανητές των νέων. Πριν την ύπαρξη του μασονισμού, οι θεωρίες της συνωμοσίας έβλεπαν την χείρα των Ιησουιτών πίσω από επιδημίες, λιμούς και ύποπτους θανάτους που έπλητταν τους εχθρούς της Καθολικής Εκκλησίας. Στην Αγγλία του Σαίξπηρ και της Ελισάβετ Α‘ υπήρχε πραγματική παράνοια με τους Ιησουίτες.
Αυτά τα στερεότυπα δικαιολογούνταν μερικώς. Οι Ιησουίτες είχαν τη μιλιταριστική σφραγίδα του ιδρυτή τους Ιγνάτιου. Η αφοσίωσή τους στον Πάπα ήταν απόλυτη, συχνά παρακάμπτοντας ακόμη και τους τοπικούς επισκόπους. Ο Γενικός Αρχηγός τους, ο επικεφαλής του Τάγματος, θεωρούνταν ο ηγέτης μιας απόκρυφης Εκκλησίας που κινούσε σαν μαριονέτα τον Πάπα και για αυτό τον λόγο τον αποκαλούσαν «Μαύρο Πάπα». [Για τους λάτρεις του μυστηρίου παρουσιάζει ενδιαφέρον η προφητεία του Νοστραδάμου που αναφέρεται στον «μαύρο Πάπα» και το αναπάντεχο γεγονός που θα συνταράξει την εκκλησία επί των ημερών του, καθώς ο Φραγκίσκος είναι ο πρώτος Ιησουίτης που έγινε πάπας].
Η ανάπτυξη του Τάγματος ήταν ταχεία, τα μέλη ανέλαβαν σημαντικά καθήκοντα κατά την Αντιμεταρρύθμιση και άνοιξαν σχολεία και κολέγια σε όλη την Ευρώπη, ασκώντας επί 150 χρόνια ένα σημαντικό ρόλο στην εκπαίδευση: το 1640 διέθεταν περισσότερα από 500 ιδρύματα και σύντομα προστέθηκε σε αυτά η διεύθυνση αρκετών πανεπιστημίων, σεμιναρίων και κέντρων μελέτης. Οι Ιησουίτες κατά τη διάρκεια της Αντιμεταρρύθμισης επιδίωξαν να ενισχύσουν τον καθολικισμό, περιορίζοντας της επέκταση του Προτεσταντισμού με τον προσηλυτισμό, μορφώνοντας τους νέους των πιο επιφανών οικογενειών, εισχωρώντας στις Αυλές της Ευρώπης.
Κύριο όπλο τους ήταν η μόρφωση. Η απαιτούμενη προετοιμασία ενός υποψηφίου που προορίζονταν να γίνει ιερέας ήταν σημαντικά μεγαλύτερη από εκείνη που απαιτούνταν για άλλους ιερείς ή μέλη άλλων Ταγμάτων: μετά από δύο χρόνια μελέτης και προσευχής σαν μαθητευόμενος, ο υποψήφιος έδινε όρκο φτώχειας, αγνότητας και υπακοής και συνέχιζε την προετοιμασία του με γλωσσικές και φιλοσοφικές σπουδές για τουλάχιστον τέσσερα χρόνια, καταλήγοντας σε άλλα χρόνια θεολογικών μελετών. Εκτός από τους τρεις όρκους, κοινούς στο Σώμα της Εκκλησίας, οι Ιησουίτες έδιναν και έναν τέταρτο όρκο, την απόλυτη υπακοή στον Πάπα. Ουσιαστικά ήταν η αιχμή του δόρατος του καθολικισμού.
Λίγα χρόνια μετά την ίδρυσή τους ο Λογιόλα εξέφρασε την επιθυμία κατασκευής ενός ναού για αποκλειστική χρήση από τους Ιησουίτες αλλά οι εργασίες θα ξεκινήσουν μόνο το 1568, λόγω έλλειψης των αναγκαίων πόρων. Τελικά τα χρήματα θα βρεθούν από τον καρδινάλιο Αλεσάντρο Φαρνέζε, ανιψιό του πάπα Παύλου Γ’.
Ο ναός θα κατασκευαστεί 5 χρόνια μετά την λήξη της Συνόδου του Τριδέντου [σύνοδος που θα καθορίσει την μεταρρύθμιση της Καθολικής Εκκλησίας (Αντιμεταρρύθμιση) και την αντίδραση στα δόγματα του Καλβινισμού και Λουθηρανισμού] και θα υποστεί τις συνέπειες και τις αποφάσεις που πάρθηκαν, όσον αφορά την εκκλησιαστική αρχιτεκτονική. Παράλληλα θα γίνει πρότυπο και σταθμός στην ιστορία της τέχνης, καθώς θα ασκήσει τεράστια επιρροή στην εκκλησιαστική αρχιτεκτονική μπαρόκ των εκκλησιών της Ιταλίας.
Αν και το Συμβούλιο του Τριδέντου δεν είχε εκδώσει γραπτές οδηγίες ως προς την αρχιτεκτονική, ωστόσο εκεί θα γεννηθούν οι ακριβείς κατευθυντήριες οδηγίες που θα οδηγήσουν στο νέο μοντέλο. Ήδη το 1563 είχε επισημοποιηθεί το διάταγμα σχετικά με την απαγόρευση των γυμνών στους πίνακες, ενώ δύο χρόνια αργότερα δύο παπικές βούλλες αναφέρονται στην ανήθικη συμπεριφορά των λαϊκών στις εκκλησίες (για παράδειγμα, απαγορεύουν στους άνδρες να φέρουν όπλα στο εσωτερικό, ενώ διατάζει τις πόρνες και τις εταίρες να μην βολτάρουν στις εκκλησίες κατά τη διάρκεια των τελετών για να δελεάσουν υποψήφιους πελάτες).
Έπρεπε λοιπόν να οργανωθεί εκ νέου η διάταξη του χώρου, χωρίς απόμερα τμήματα, ώστε να μην επιτρέπεται η ανήθικη συμπεριφορά. Κάτι τέτοιο θα γίνονταν εφικτό με την δημιουργία ενός ενιαίου χώρου και την εξαφάνιση των πλαγίων κλιτών, μαζί με τις κολόνες που τα οριοθετούσαν. Επίσης, λόγω δογματικών διαφορών με τον Προτεσταντισμό, έπρεπε να επικεντρωθεί η προσοχή στο κήρυγμα και να τονιστεί η κεντρικότητα του βωμού χρησιμοποιώντας όλα τα είδη διακόσμησης (πίνακες ζωγραφικής, πολυελαίους, αγάλματα, ανάγλυφα κλπ), τοποθετώντας τον (εκτός από κάποιες σπάνιες περιπτώσεις), στον τοίχο της κόγχης του ιερού (έτσι η χορωδία θα μετακομίσει οριστικά έξω από το ιερό).
Οι κατευθυντήριες οδηγίες του Συμβουλίου θα κωδικοποιηθούν από τον καρδινάλιο Κάρλο Μπορομέο (μετέπειτα άγιο) με την έκδοση του “Instructiones fabricae et suppellectilis ecclesiasticae” (Οδηγίες για την εκκλησιαστική κατασκευή και επίπλωση), με την οποία αντιμετωπίζονται τα αρχιτεκτονικά και διακοσμητικά ζητήματα των εκκλησιαστικών κτιρίων σε κάθε όψη τους και κατά μανιώδη τρόπο. Ανάμεσα στα άλλα, αναφέρει πως ένας ναός πρέπει να είναι υπερυψωμένος, με σκαλοπάτια που να οδηγούν προς την είσοδο. Η πρόσοψη, πραγματική επισκεπτήρια κάρτα και μοναδική διακοσμημένη πλευρά του κτιρίου, πρέπει να φαντάζει ευπρεπής και επίσημη, στολισμένη με άγιες σκηνές και μορφές αγίων. Η διακόσμηση και η θεματολογία της πρόσοψης πρέπει να είναι πλούσια αλλά παράλληλα να φαντάζει οικεία και καθησυχαστική στους ενορίτες. Στο θέμα της ασφάλειας συνιστάται να αποφεύγεται η οροφή με ξύλινα φατνώματα λόγω κινδύνου πυρκαγιών και να προτιμούνται οι τοιχογραφίες. Το δάπεδο επίσης δεν θα πρέπει να είναι μόνο «πάτωμα» αλλά να είναι κατασκευασμένο από μάρμαρο ή άλλο γυαλιστερό υλικό. Το φως πρέπει να μπαίνει άπλετο και τα παράθυρα θα πρέπει να είναι πολυάριθμα και χωρίς ζωγραφιές.
Επίσης πρέπει να στέκονται ψηλά για να μην έλκει την προσοχή των πιστών η θέα προς το εξωτερικό. Ο μέγας βωμός θα πρέπει να είναι το σημείο που συγκεντρώνεται η προσοχή των πιστών, γι’αυτό θα πρέπει να είναι υπερυψωμένος, πλούσια διακοσμημένος και θεαματικός. Σύμφωνα με τον καρδινάλιο, ο μέγας βωμός και ο λειτουργός δεν θα πρέπει να βρίσκονται «ακάλυπτοι» αλλά να καλύπτονται από ουρανία (σκέπαστρο), κατασκευασμένο από πέτρα, ξύλο ή ύφασμα. (Το πιο διάσημο παράδειγμα είναι το μπαλντακίνο του Μπερνίνι στον Άγιο Πέτρο του 1623). Το εσωτερικό του ναού θα πρέπει να ασκεί δέος και θαυμασμό στους πιστούς με την μεγαλοπρέπειά του αλλά ταυτόχρονα να προτείνει και παραδείγματα προς μίμηση (π.χ. αποθεώσεις αγίων).
Ανάλογες οδηγίες είχαν ήδη δοθεί για την εικονογραφία, τα αγάλματα και τα κειμήλια, με το διάταγμα “De invocatione, veneratione et reliquiis sanctorum, et sacribus imaginibus” (Περί επίκλησης, λατρείας και λειψάνων των αγίων και των ιερών εικόνων) του 1563.
Ο ναός
Ο ναός του Ιησού (chiesa del Gesù) παρουσιάζει ένα διαμήκη σχέδιο με ένα μόνο κλίτος (σύμφωνα με τις επιταγές του Συμβουλίου του Τριδέντου) το οποίο καλύπτεται από μια ημικυλινδρική οροφή και πλαισιώνεται από τρία παρεκκλήσιασε κάθε πλευρά, ένα πρεσβυτέριο και έναν τρούλο. Το εγκάρσιο κλίτος καταλήγει σε δύο παρεκκλήσια. Με το έργο αυτό, ο αρχικός αρχιτέκτονας Vignola (μετά τον θάνατό του θα αναλάβει ο Τζάκομο ντέλα Πόρτα) θα ενθαρρύνει τον ατομικό διαλογισμό και το κήρυγμα. Ο τρούλος και η πρόσοψη είναι έργα του μεγάλου Τζάκομο ντέλα Πόρτα, μαθητή του Μιχαήλ Αγγέλου.
Ο βωμός του Ιγνάτιου Λογιόλα, θρίαμβος του ρωμαϊκού μπαρόκ, όπου φυλάσσεται το σώμα του σε μια επιχρυσωμένη λάρνακα. Βρίσκεται στο μεγάλο παρεκκλήσι αφιερωμένο στον άγιο και εντυπωσιάζει με την αφθονία του χρυσού και άλλων πολύτιμων υλικών (λάπις λάζουλι, αλάβαστρο, μάρμαρο, όνυχα, αμέθυστο, κρύσταλλο). Πρόκειται για ένα έργο του Ανδρέα Πότσο, Ιησουίτη καλλιτέχνη που ολοκληρώθηκε μεταξύ 1696 και 1700. Ξεχωρίζουν τέσσερις κίονες από λάπις λάζουλι και επιχρυσωμένο χαλκό. Ο ζωγραφικός πίνακας ανεβαίνει και κατεβαίνει, αποκαλύπτοντας το άγαλμα του Ιγνάτιου, μόνο σε ορισμένες αργίες. Οι δύο άγγελοι στην βάση του αρχικά ήταν από καθαρό ασήμι αλλά λιώθηκαν από τον Πίο ΣΤ΄ για να πληρώσει το τεράστιο φόρο που επιβλήθηκε από τον Ναπολέοντα με την Συνθήκη του Τολεντίνο. Σήμερα τα αγάλματα είναι από επαργυρωμένο γύψο. Ο βωμός πλαισιώνεται από τέσσερα μαρμάρινα συμπλέγματα.
«Θρίαμβος του ονόματος του Ιησού» του Giovanni Gaulli (Baciccia). Η εξαιρετική τοιχογραφία, αριστούργημα της ζωγραφικής μπαρόκ, μαζί με τα ανάγλυφα του Αντόνιο Ράτζι, δημιουργεί την ψευδαίσθηση της ρήξης της οροφής, προβάλοντας ένα ουράνιο όραμα. Στο κέντρο βρίσκονται τα γράμματα “IHS” μαζί με τον ιδρυτή του Τάγματος Ιγνάτιου Λογιόλα. Ο Γκάουλι θα φιλοτεχνήσει επίσης τον τρούλο και την κόγχη. Για την ανάθεση των εργασιών προτάθηκε από τον ίδιο τον Μπερνίνι. Αν και πληρώθηκε πλουσιοπάροχα, στο τέλος των εργασιών παραπονήθηκε πως δεν κέρδισε σχεδόν τίποτε, λόγω του τεράστιου κόστους των υλικών, μεταξύ των οποίων ξεχώριζε μια μεγάλη ποσότητα χρυσού.
O τρούλος, κατασκευασμένος από τον ντέλα Πόρτα και φιλοτεχνημένος από τον Γκάουλι. Αποκαλύφθηκε το Πάσχα το 1675 και παρουσιάζει τον Παράδεισο να υμνεί τον Ιησού. Η σύνθεση παρουσιάζει ομοιότητες με την Ανάληψη της Παναγίας του Κορρέτζιο (καλλιτέχνη τον οποίο μελέτησε ο Γκάουλι), στον καθεδρικό ναό της Πάρμας.
Ο βωμός και η κόγχη. Η κόγχη φιλοτεχνήθηκε το 1679 από τον Γκάουλι με την τοιχογραφία της «Προσκύνησης του μυστικού Αμνού», σκηνή που περιγράφεται στο βιβλίο της Αποκάλυψης. O μαρμάρινος βωμός είναι του 19ου αιώνα και έχει αντικαταστήσει τον πρωταρχικό. Είναι γενική άποψη πως δεν στέκει στο καλλιτεχνικό επίπεδο των υπόλοιπων έργων του ναού.
Η ομώνυμη πλατεία μπροστά από τον ναό (piazza del Gesù) σχετίζεται με έναν από τους παλαιότερους θρύλους της Ρώμης και προέρχεται από την σχεδόν συνεχή παρουσία αέρα σε αυτήν την περιοχή, καθώς εκεί συγκλίνουν πέντε δρόμοι. Λέγεται πως ενώ περπατούσαν μαζί ο διάβολος με τον άνεμο, φτάνοντας στην πλατεία του Ιησού ο διάβολος μπήκε στην εκκλησία, λέγοντας στον άνεμο να τον περιμένει έξω. Δεν βγήκε όμως ποτέ από την εκκλησία και ο άνεμος έκτοτε παρέμεινε στην πλατεία, αναμένοντας την επιστροφή του.
Ο ναός του Ιησού βρίσκεται εδώ.
Leave A Comment