Το Εξαρχικό Μοναστήρι της Παναγίας Θεοτόκου της Κρυπτοφέρρης, ή απλώς Αββείο του Οσίου Νείλου, θεωρείται η μοναδική Μονή βυζαντινού τυπικού της δυτικής Ευρώπης. Αποτελεί μοναδικό παράδειγμα στο πλαίσιο της μοναστικής αρχιτεκτονικής και είναι το τελευταίο επιζών ιταλοβυζαντινό μοναστήρι από αυτά που ιδρύθηκαν στην Ρώμη και στην Νότια Ιταλία κατά τον Μεσαίωνα.
O Όσιος Νείλος (ή Νείλος ο Νέος ο εκ Καλαβρίας), θα γεννηθεί στο Ροσσάνο της βυζαντινής Καλαβρίας το 910 μ.Χ. από ελληνική αριστοκρατική οικογένεια και θα γίνει υμνογράφος και καλλιγράφος. Αργότερα θα γίνει ερημίτης και μετέπειτα βασιλειανός μοναχός, θα εξελιχθεί σε εξέχουσα πνευματική προσωπικότητα της εποχής και θα ασχοληθεί με την προσέγγιση των δύο Εκκλησιών, Ανατολικής και Δυτικής, οι οποίες βρίσκονταν σε σταδιακή αποξένωση, χωρίς να έχουν φτάσει ακόμα στο μεγάλο Σχίσμα του 1054.
Αφού ίδρυσε στην Καλαβρία και στην γειτονική Καμπάνια διάφορα μοναστήρια, θα φτάσει το καλοκαίρι του 1004 στους Τουσκουλανούς λόφους της Ρώμης, μαζί με μια ομάδα μοναχών, στην οποία συμμετείχε και ο Όσιος Βαρθολομαίος ο Νέος, συνιδρυτής του μοναστηριού, συμπατριώτης, συνοδοιπόρος και κατοπινός βιογράφος του.
Εκεί ο τοπικός κόμης του Τούσκουλο Γρηγόριος (ισχυρή οικογένεια από την οποία προέρχονται 3 διαδοχικοί πάπες), θα του δωρήσει ένα κτήμα για την ανέγερση ενός μοναστηριού, όπου βρίσκονταν ήδη τα ερείπια μιας ρωμαϊκής έπαυλης του 1ου αι. π.Χ. Η παράδοση λέει πως η έπαυλη ανήκε στον Κικέρωνα αλλά δεν υπάρχουν στοιχεία που να το τεκμηριώνουν. Το μοναστήρι θα χτιστεί πάνω στα ερείπια της έπαυλης, ορατά ακόμη και σήμερα. Σ’ αυτό το χώρο, πού τους παραχώρησε ό κόμης, αφού πρώτα μετέτρεψαν τα χαλάσματα της έπαυλης σε προσωρινά κελιά, οι μοναχοί βάλθηκαν να χτίζουν την εκκλησία και το μοναστήρι. Εκεί απεβίωσε ο Νείλος, στις 26 Σεπτεμβρίου, μέρα πού γιορτάζεται ή μνήμη του, πριν τελειώσουν οι εργασίες του μοναστηριού, οι οποίες ολοκληρώθηκαν από τον Βαρθολομαίο, το 1024.
Με το Μεγάλο Σχίσμα το μοναστήρι θα ταχθεί με το μέρος της Δυτικής Εκκλησίας αλλά θα επιλέξει να διατηρήσει το ελληνοβυζαντινό ορθόδοξο λειτουργικό τύπο. [Σήμερα ανήκει στην βυζαντινή καθολική Εκκλησία της Ιταλίας, μια ουνιτική αυτόνομη ανατολική εκκλησία που βρίσκεται σε πλήρη κοινωνία με τον Πάπα, αν και διατηρεί το ελληνοβυζαντινό τυπικό και η λειτουργία γίνεται στα ελληνικά]
Υπό την καθοδήγηση των επόμενων ηγουμένων η μονή καλλωπίστηκε και απέκτησε πλούτη και περιουσίες. Μέσα σε ένα σύντομο χρονικό διάστημα 22 ενορίες διάσπαρτες σε όλη την κεντρική και νότια Ιταλία εξαρτιώταν από την μονή. Μόλις λίγα χρόνια από την ίδρυσή του, στο μοναστήρι στεγάζονταν περίπου 200 βασιλειανοί μοναχοί και οι συνεχείς δωρεές επέτρεπαν στον ηγούμενό της μονής να ελέγχει μεγάλες περιοχές του Λάτσιο και της νότιας Ιταλίας.
Η μονή συχνά λεηλατήθηκε και καταλήφθηκε από στρατεύματα διάφορων προελεύσεων: Το 1155 από τον Νορμανδό Γουλιέλμο Α’ της Σικελίας, το 1163 από τον Φρειδερίκο Α’ Βαρβαρόσσα, το 1241 από τον αυτοκράτορα Φρειδερίκο Β’ της Σουηβίας. Το 1411 ο Λαδίσλαος Α’ των Ανζού, βασιλιάς της Νάπολης, θα την μετατρέψει σε επιχειρησιακή βάση για τις επιδρομές του στους αγρούς της Ρώμης. Επίσης θα καταληφθεί από Γερμανούς, Γάλλους και από το γειτονικό Μαρίνο. Για την προστασία της μονής και της γύρω περιοχής και για τον έλεγχο του δρόμου που συνέδεε την Ρώμη με το Βασίλειο της Νεάπολης, ο επίσκοπος Giuliano della Rovere, ο μελλοντικός πάπας Ιούλιος Β’, κατασκεύασε το 1483 τα τείχη που περιβάλουν ως και σήμερα το μοναστήρι, ίσως έργο του γνωστού Σανγκάλο.
Από τον 15ο αιώνα το μοναστήρι θα χάσει την αυτονομία του και θα υπαχθεί υπό την επιμέλεια ενός καρδιναλίου (in commendam) μέχρι το 1818. Αργότερα θα περάσει στην απευθείας δικαιοδοσία του Πάπα και θα λάβει τον τίτλο «εξαρχικό».
«ΧΑΙΡΕΤΕ ΞΕΝΟΙ»
Από τον δέκατο έκτο αιώνα, αλλά κυρίως από το δέκατο όγδοο, η μονή έζησε μια περίοδο πνευματικής αναγέννησης, με πολλούς μοναχούς από τις αλβανικές αποικίες της Σικελίας και αργότερα από τις αλβανικές κοινότητες της Καλαβρίας (Arbëreshë), προσφυγικές κοινότητες που είχαν φύγει από την Αλβανία για να αποφύγουν τον οθωμανικό ζυγό. Οι μοναχοί αυτοί κράτησαν ζωντανό το βυζαντινό λειτουργικό τυπικό (με κάποιες ιταλικές προσθήκες) και την ελληνική γλώσσα, αποτρέποντας τον κίνδυνο αφανισμού τους, καθώς είχε βρει εύφορο έδαφος μια έντονη τάση εκλατινισμού των τελετουργιών από την «παλιά φρουρά» των μοναχών. Οι ιταλο-αλβανοί συνέβαλαν έτσι στην αναγέννηση της Μονής, γίνοντας σημαντικοί παλαιογράφοι, λειτουργιολόγοι, μουσικολόγοι, καθώς και αλβανολόγοι και βυζαντινολόγοι.
Από το 1931 η Μονή φιλοξενεί το «Εργαστήριο αποκατάστασης παλαιών βιβλίων», το πρώτο επιστημονικό εργαστήριο που δημιουργήθηκε για την προστασία της ιταλικής βιβλιακής κληρονομιάς. Η πιο διάσημη αποκατάσταση που έγινε από αυτή την «Officina Librorum» ήταν αυτή των άνω των 1.000 σελίδων του Ατλαντικού Κώδικα του Λεονάρντο Ντα Βίντσι.
Αξιόλογο είναι επίσης το Επισκοπικό Μέγαρο, καθώς και το μουσείο της μονής, με ευρήματα από τις ρωμαϊκές επαύλεις της περιοχής και τις κοντινές κατακόμβες.
Ντομενικίνο, «Κατασκευή του Ναού» και «Συνάντηση Όσιου Νείλου και Όθωνα Γ΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας»
Η «σιδερόφρακτη κρύπτη» – Είναι ένα ρωμαϊκό οίκημα του 1ου αι. π.Χ. και αποτελεί την πρώτη κρύπτη της μονής. Σύμφωνα με την παράδοση, εδώ εμφανίστηκε η Παναγία στον Νείλο και Βαρθολομαίο κατά την διάρκεια ενός προσκυνήματός τους στην Ρώμη και τους πρόσταξε να χτίσουν μια εκκλησία σε αυτό το σημείο. Το κάγκελο του παραθύρου είναι ρωμαϊκό. Από την «σιδερόφραχτη κρύπτη» η κωμόπολη θα πάρει και το όνομά της (Κρυπτοφέρρη/Grottaferrata).
Η μονή είναι αρκετά περιζήτητη για όσους σκοπεύουν να παντρευτούν, καθώς η τοποθεσία, οι οχυρώσεις, τα άμφια των μοναχών και το βυζαντινό λειτουργικό τυπικό σαγηνεύουν και έλκουν πολλά ζευγάρια. Το μοναστήρι ονομάζεται «greco» λόγω του βυζαντινού τυπικού, αν και δεν ανήκει στην ελληνορθόδοξη εκκλησία. Αυτή η προσωνυμία μπορεί ορισμένες φορές να οδηγήσει σε σύγχυση, αν και στην ιστοσελίδα του μοναστηριού γίνεται αρκετές φορές αναφορά στην πλήρη κοινωνία του με την Αγία Έδρα.
Leave A Comment