Η Κρύπτη Μπάλμπι (Crypta Balbi/Κρύπτη του Βάλβου) είναι ένας από τις τέσσερις πόλους που απαρτίζουν το Εθνικό Ρωμαϊκό Μουσείο. Πρόκειται για ένα τετράγωνο του ιστορικού κέντρου της Ρώμης, όπου βρισκόταν κατά την αρχαιότητα μια μεγάλη στοά δίπλα σε ένα θέατρο. Η ιδιαιτερότητα του Κρύπτης Μπάλμπι είναι πως πρόκειται για ένα μουσείο αστικής αρχαιολογίας, το οποίο τεκμηριώνει την εξέλιξη του χώρου, των εγκαταστάσεων του και της χρήσης τους κατά τη διάρκεια των αιώνων.
Ιδιαίτερη προσοχή δίνεται στα ευρήματα που τεκμηριώνουν την βιοτεχνική δραστηριότητα (υλικά, εργαλεία, προϊόντα) που αναπτύχθηκε στον χώρο κατά την κλασική και την πρώιμη μεσαιωνική εποχή, προβάλλοντας τη συνέχιση και την ποιότητα των προϊόντων χειροτεχνίας κατά εκείνους τους αιώνες που γενικά θεωρούνται «σκοτεινοί» (περίοδος μεταξύ έβδομου και δέκατου μ.Χ. αιώνα). Άλλη μια ιδιαιτερότητα είναι πως το μουσείο βρίσκεται πάνω από τον χώρο των ανασκαφών.
Μετά την νίκη επί των Γαραμαντών το 19 π.Χ., ο θριαμβευτής Λεύκιος Κορνήλιος Βάλβος, με μέρος της λείας των πολέμων της Αφρικής, θα κατασκευάσει ένα θέατρο το οποίο εγκαινιάστηκε το 13 π.Χ. με χωρητικότητα περίπου 11.500 θεατών. Ήταν μικρότερο από τα άλλα δύο σταθερά θέατρα της Ρώμης αλλά πλούσια διακοσμημένο.
Το Θέατρο του Βάλβου αποκαταστάθηκε από το Δομιτιανό, μετά τις ζημιές που προκλήθηκαν από την πυρκαγιά του 80 μ.Χ. και μόνο το 1960, οι ερευνητές, μετά από ενδελεχή μελέτη του μαρμάρινου χάρτη του Σεβήρου, θα καταφέρουν να προσδιορίσουν την θέση του.
Το συγκρότημα εκτείνεται από τα ανατολικά προς τα δυτικά, με τις κερκίδες στραμμένες προς την Δύση. Πίσω από τη σκηνή αναπτυσσόταν μια ανοιχτή περιοχή, που περιβάλλονταν από μια διώροφη στοά, χτισμένη πάνω από μια κρυπτοστοά (εξ ου και ο όρος «κρύπτη Βάλβου»). Στο κέντρο υπήρχε ένας μικρός ναός, μάλλον του Ήφαιστου.
Από τον πέμπτο αιώνα θα αρχίσει για το θέατρο η φάση της παρακμής και της καταστροφής. Αυτό οφείλεται κυρίως στην εξάπλωση του Χριστιανισμού και στους νέους εκκλησιαστικούς νόμους, οι οποίοι απαγόρευαν την χρήση των θεάτρων, καθώς θεωρούνταν χώροι αμαρτίας. Η περιοχή εγκαταλείφθηκε και χρησιμοποιήθηκε σαν σκουπιδότοπος και νεκροταφείο (όπως αποδεικνύεται από την άφθονη ποσότητα των απορριμμάτων που βρέθηκαν στα πατώματα, στους δρόμους και στις αποχετεύσεις της ρωμαϊκής εποχής). Κατόπιν ο χώρος καταλήφθηκε από δύο μεσαιωνικές εκκλησίες. Την ίδια περίοδο θα κατασκευαστεί και ένα ασβεστοκάμινο, όργανο καταστροφής των αρχαίων μνημείων για την παραγωγή ασβέστη από μάρμαρο. Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα εγκαταστάθηκαν στο χώρο του θεάτρου αρκετά σπίτια και καταστήματα, χωρίς παράθυρα και ιδιαίτερα σκοτεινά. Για το λόγο αυτό θα πάρει και το σημερινό όνομα ο δρόμος που βρίσκεται το μουσείο, via delle Botteghe Oscure, από το μεσαιωνικό τοπωνύμιο “ad apothecas obscuras” (σκοτεινά μαγαζιά). Τον δέκατο αιώνα η η επιβλητική δομή του θεάτρου και η κρύπτη μετατράπηκαν σε μεσαιωνικό φρούριο, στο οποίο εντάχθηκαν κήποι και εκκλησίες. Κατά τους επόμενους αιώνες, στην περιοχή της κρυπτοστοάς εγκαταστάθηκαν εργαστήρια σχοινοποιών.
Κατά την δεκαετία του 1940 αποφασίστηκε η κατεδάφιση ενός μεγάλου κτιρίου που βρίσκονταν σε αυτό το τετράγωνο, με σκοπό την ανέγερση ενός νέου. Με το ξέσπασμα του πολέμου το σχέδιο εγκαταλείφθηκε και, στο τέλος του πολέμου, οι αρχαιολογικοί και αρχιτεκτονικοί περιορισμοί απαγόρευσαν οποιαδήποτε οικοδομική δραστηριότητα, αφήνοντας ανοιχτό αυτό το καταπληκτικό παράθυρο στο παρελθόν της αρχαίας Ρώμης και δίνοντας την ευκαιρία στους αρχαιολόγους να αφοσιωθούν στην μελέτη της στρωματογραφίας του χώρου.
Ένα από τα σημεία μεγαλύτερου ενδιαφέροντος είναι η «εξέδρα», μια ημικυκλική δομή, στα νώτα του θεάτρου και του τετράγωνου κήπου, που αρχικά σχεδιάστηκε για να φιλοξενήσει στο εσωτερικό της κόγχες με διακοσμητικά γλυπτά και ένα ψηφιδωτό δάπεδο. Αυτός ο χώρος χρησιμοποιήθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα σαν τόπος συνάντησης των πλουσίων Ρωμαίων που περίμεναν να παρακολουθήσουν την παράσταση στο θέατρο, και στη συνέχεια μετατράπηκε, τον δεύτερο αιώνα, σε ένα μνημειώδες αποχωρητήριο που αναπτύσσονταν κατά μήκος της περιμέτρου, για τους θεατές του θεάτρου. Τα μαρμάρινα καλύμματα των αποχωρητηρίων αργότερα αφαιρέθηκαν και καταστράφηκαν, αλλά ένα τμήμα ενός καθίσματος διασώθηκε ως εκ θαύματος από τις λεηλασίες. (διακρίνεται στην κάτω αριστερή φωτογραφία).
Οι ανασκαφές έφεραν στο φως πολυάριθμα ευρήματα κεραμικών καθημερινής χρήσης (περίπου 100.000, εκ των οποίων πολλά απολύτως άθικτα), μέταλλα, νομίσματα (περίπου 500), κομμάτια γυαλί, πολλά σε άριστη κατάσταση, που ανήκουν στην περίοδο μεταξύ 7ου και 13ου αιώνα, και τα οποία εκτίθονται στην έδρα του Εθνικού Ρωμαϊκού Μουσείου, δίπλα στην Κρύπτη του Βάλβου. Αυτά τα αντικείμενα ανακτήθηκαν κυρίως στο δάπεδο της «εξέδρας» και αποτελούν ένα από τα πιο σημαντικά στοιχεία πολιτιστικής κληρονομιάς, πολύτιμο εργαλείο για την κατανόηση και την λεπτομερή μελέτη ορισμένων πτυχών του εμπορίου και της οικονομίας της εποχής.
Το Μουσείο
Οι αίθουσες του μουσείου αποτελούν μια διδακτική διαδρομή ανεπτυγμένη χρονολογικά, στην οποία, εκτός από την περιγραφή του αρχαίου μνημείου και τις αρχιτεκτονικές και ιστορικές μετατροπές που υπέστη μέχρι τον εικοστό αιώνα, απεικονίζονται καλά και οι μεσαιωνικές φάσεις της Ρώμης. Αποτελείται από τρία τμήματα:
Το 1ο τμήμα, στο ισόγειο του μουσείου, είναι αφιερωμένο στην αστική αρχαιολογία.
Το 2ο τμήμα, στον τρίτο όροφο, είναι αφιερωμένο στα γεγονότα και το ρόλο της Ρώμης κατά τη μετάβαση από την ύστερη αρχαιότητα έως τον Πρώιμο Μεσαίωνα. Όψεις της υστεροαρχαϊκής Ρώμης, βυζαντινή περίοδος, παπική κυβέρνηση.
Το 3ο τμήμα, στον πρώτο όροφο, είναι αφιερωμένο στην παλιά συνοικία της Κρύπτης του Βάλβου. Υπάρχουν επίσης διδακτικές εγκαταστάσεις και προβολή βίντεο με θέμα τον Μιθραϊσμό και τις παλαιοχριστιανικές και πρωιμο-μεσαιωνικές εκκλησίες.
Αρχαιολογικός χώρος
Συστηματικές ανασκαφές άρχισαν στην δεκαετία του ’80 και ακόμη συνεχίζονται. Οι ανασκαφές και οι χώροι που ανακαλύφθηκαν είναι μερικώς επισκέψιμοι, μόνο με την συνοδεία προσωπικού του μουσείου.
Η κρύπτη του Βάλβου βρίσκεται εδώ.
Leave A Comment