Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο η Ρώμη θα ζήσει μια περίοδο μεγάλης οικιστικής ανάπτυξης, συγκρίσιμη κατά κάποιον τρόπο με εκείνη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Η νότια περιοχή της πρωτεύουσας, στις προθέσεις των σχεδιαστών, θα έπρεπε να συνδεθεί με την παραθαλάσσια πόλη της Όστια με ένα πλωτό κανάλι παράλληλο με τον Τίβερη, το οποίο ωστόσο δεν κατασκευάστηκε ποτέ. Με αυτό το κανάλι η Ρώμη θα αποκτούσε ένα νέο και μεγάλο εμπορικό λιμάνι, πολύ κοντά στο κέντρο της πόλης. Στην περιοχή δίπλα στο κανάλι και το μελλοντικό λιμάνι θα έπρεπε να δημιουργηθεί μια νέα συνοικία, με μια σειρά από οικιστικά οικόπεδα, τα οποία θα στέγαζαν τους μελλοντικούς λιμενεργάτες. Η νέα συνοικία θα πραγματοποιούνταν σε μια λοφώδη περιοχή, τότε ημιακατοίκητη, κοντά στην βασιλική του Αγίου Παύλου Εκτός των Τειχών, που καλύπτονταν από αμπέλια και βοσκότοπους για πρόβατα.
Ο πρώτος λίθος της νέας συνοικίας τέθηκε στις 18 Φεβρουαρίου 1920 από τον βασιλέα Βίκτωρ Εμμανουήλ Γ’. Μέχρι περίπου το 1930 το όνομα της περιοχής αποτελούσε αντικείμενο συζητήσεων: εκτός από το σημερινό όνομα εξετάστηκαν και άλλα πιθανά εναλλακτικά ονόματα όπως Concordia (Ομόνοια) και Remuria (από το όνομα του Ρέμου).
Η Γκαρμπατέλλα παραδοσιακά υποδιαιρείται σε οικόπεδα (lotto), καθένα από τα οποία αποτελείται από κτίρια που περικλείουν εσωτερικές αυλές και κήπους. ΟΙ αυλές και οι κήποι, ιδιαίτερα κατά τις πρώτες δεκαετίες, ήταν οι χώροι συνάντησης και συναναστροφής των κατοίκων, με κοινά πλυντήρια, στεγνωτήρια, εργαστήρια, αποθήκες και παγκάκια. Η αρχιτεκτονική διαρρύθμιση του χώρου ήταν ένας συμβιβασμός μεταξύ αισθητικής και πρακτικής: οι κατοικίες αποτελούνταν, τουλάχιστον στο ιστορικό κέντρο της παλιάς συνοικίας, από βίλες ή το πολύ τριώροφα κτίρια, στα οποία δόθηκε μεγάλη προσοχή στις λεπτομέρειες και στην διαφοροποίηση του στυλ.
Η αρχιτεκτονική της Γκαρμπατέλλα αρχικά επηρεάστηκε από το αγγλικό μοντέλο της κηπούπολης (garden city movement), δηλαδή μια συνοικία κοντά στην πόλη, που κατοικούνταν από εργάτες, εφοδιασμένη με σημαντικούς χώρους πρασίνου προς καλλιέργεια, η οποία παρείχε στους εργάτες που κατοικούσαν εκεί μια επιπλέον πολύτιμη πηγή διαβίωσης: το περιβόλι. Πράγματι, στα πρώτα οικόπεδα της συνοικίας η αναλογία πράσινου και οικοδομημένου χώρου ήταν μεταξύ των υψηλότερων στην Ιταλία. Αυτή η ιδιότυπη αστική δομή θα έπρεπε να προσδώσει στην συνοικία την μορφή μιας αγροτικής περιοχής και παράλληλα να καλλιεργήσει την διαδικτύωση κοινωνικής αλληλεγγύης, έτσι ώστε η μετανάστευση των μελλοντικών λιμενεργατών από την εξοχή και τα χωριά γύρω από την Ρώμη να γίνονταν για αυτούς το λιγότερο δυνατόν τραυματική.
Το αρχιτεκτονικό στυλ των πρώτων οικοπέδων ονομάστηκε από τους δημιουργούς του Μπαροκέτο. Έπαιρνε πολλά στοιχεία από το μπαρόκ και την αρχιτεκτονική της Αναγέννησης, χρησιμοποιώντας καμπύλες γραμμές, ανάγλυφα στοιχεία ζώων στα διαζώματα, εκτεταμένη χρήση διακόσμησης με μοτίβα λουλουδιών και φυτών, παραμένοντας όμως στα πλαίσια της εργατικής κατοικίας και χρησιμοποιώντας φτωχότερα υλικά: στόκο και ασβέστη αντί για μάρμαρο.
Με την έλευση του φασισμού ο πολεοδομικός σχεδιασμός της περιοχής υπέστη μια δραματική αλλαγή: Η αναλογία πράσινου-τσιμέντου μειώθηκε σημαντικά, η ιδέα του καναλιού και του λιμανιού εγκαταλείφθηκε οριστικά, οι εργάτες άρχισαν να απασχολούνται όλοι στην διπλανή βιομηχανική ζώνη της Οστιένσε και άρχισαν να χτίζονται κατοικίες που έμοιαζαν περισσότερο με σύγχρονες εργατικές πολυκατοικίες παρά με βίλες. Ωστόσο παρέμεινε σταθερή η βούληση να κατασκευαστούν αν όχι πλέον κήποι και περιβόλια, τουλάχιστον κοινοί χώροι, όπως στεγνωτήρια ή παιδικοί σταθμοί. Τα κτίρια άρχισαν να χτίζονται μεγαλύτερα και ψηλότερα για να μπορούν να φιλοξενήσουν ένα συνεχώς αυξανόμενο αριθμό μεταναστών. Η επιλογή του φασιστικού καθεστώτος να μεταβάλει την τυπολογία των κατοικιών ώστε να δέχονται ακόμα πιο πολύ κόσμο και να κατασκευάζονται ταχύτερα και με φθηνότερα υλικά, οφείλεται επίσης και στις μεγάλες κατεδαφίσεις στο κέντρο της Ρώμης που προκλήθηκαν από την «αναγκαιότητα» του καθεστώτος να δημιουργήσει ένα καινούργιο κέντρο πόλης που θα πρόβαλε το μεγαλείο του κράτους και του κόμματος. Οι κατεδαφίσεις προκάλεσαν έτσι χιλιάδες εκτοπισμένους (με όλη την σημασία της λέξης) που προωθήθηκαν στα νέα προάστια.
Το 1931 θα την επισκεφτεί και ο Γκάντι, κατά την επίσκεψή του στην Ρώμη. Κατά τα χρόνια του Β’ Π.Π. η Γκαρμπατέλα, εργατική πλέον συνοικία, θα είναι η πάλουσα καρδιά του αυξανόμενου αντιφασιστικού κινήματος ενώ μετέπειτα θα γίνει κατ’εξοχήν η «κόκκινη» συνοικία, λαϊκή και ελαφρώς κακόφημη.
Το αποκορύφωμα της αλλαγής στην σχεδίαση που επέφερε η επέμβαση του φασιστικού καθεστώτος είναι τα 3 οικόπεδα στα οποία χτίστηκαν πάνω τους τα λεγόμενα «προαστιακά ξενοδοχεία», κατασκευές που είχαν σαν σκοπό να φιλοξενήσουν αυτούς που είχαν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους στο κέντρο της πόλης λόγω των κρατικών κατεδαφίσεων. Ουσιαστικά λειτουργούσαν σαν δημόσιοι κοιτώνες. Θα μείνουν γνωστά σαν το κόκκινο, το κίτρινο και το άσπρο ξενοδοχείο. Η πλατεία πάνω στην οποία βρίσκονται κρατά τον εργατικό-λαϊκό χαρακτήρα της.
Σήμερα η συνοικία Γκαρμπατέλα παρουσιάζει δυο πρόσωπα: Ένα λαϊκό-εργατικό το οποίο καταλαμβάνει το τμήμα των εργατικών πολυκατοικιών, όπου μπορεί κανείς να αναπνεύσει τον αληθινό αέρα της συνοικίας και ένα δεύτερο, που αγκαλιάζει όλες τις κοινωνικές τάξεις και αφορά τις παλιές βίλες και τα χαμηλόροφα κτίρια με τους κήπους. Αυτό το τμήμα έγινε πολύ ελκυστικό, χάρη στο πράσινο, την ησυχία, την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική και φυσική την απουσία του χάους της κυκλοφορίας. Η Γκαρμπατέλα είναι μια ξεχωριστή νησίδα στην πόλη, μια συνοικία-χωριό που είναι αποσπασμένη από τις κεντρικές τουριστικές περιοχές και σαν φυσικό επακόλουθο είναι περιζήτητη για εύρεση κατοικίας, ενώ οι τιμές των ακινήτων έχουν εκτιναχθεί στα ύψη.
Μπορεί κανείς να παρατηρήσει την ιδιαιτερότητα της Γκαρμπατέλα στον χάρτη της Ρώμης. Η πρόσβαση στην συνοικία είναι αρκετά εύκολη καθώς αυτή εξυπηρετείται από την ομώνυμη στάση του μετρό και σίγουρα ένας περίπατος στην συνοικία συνιστάται ανεπιφύλακτα.
Leave A Comment