Η μονάδα ηλεκτροπαραγωγής Μοντεμαρτίνι (Τσεντράλε Μοντεμαρτίνι) ήταν η πρώτος δημόσιος θερμοηλεκτρικός σταθμός στη Ρώμη και εγκαινιάστηκε το 1912. Βρίσκονταν στην συνοικία Οστιένσε, λίγο πιο έξω από τα τείχη, σε ένα τμήμα της πόλης που προορίζονταν να εξελιχθεί σε βιομηχανικό πόλο, πλησίον στις λιμενικές εγκαταστάσεις στον Τίβερη και δίπλα στην Κεντρική Αγορά και στον σιδηρόδρομο. Εκεί εγκαταστάθηκαν και η δημοτική εταιρία υγραερίου, όπως και διάφορες άλλες βιομηχανίες μεταποίησης. Η ιστορία της μονάδας Μοντεμαρτίνι θα συμβαδίσει με την Δημοτική Εταιρεία Ηλεκτρικού (ACEA), η οποία θα γεννηθεί την ίδια περίπου εποχή.
Μετά από μισό αιώνα υπηρεσίας η μονάδα κρίθηκε ξεπερασμένη και η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας διακόπηκε οριστικά το 1963. Ακολούθησαν περισσότερες από δύο δεκαετίες παρακμής και φθοράς του κτιρίου, τα μηχανήματα αποσυναρμολογήθηκαν και απομακρύνθηκαν, μέχρι που η ACEA αποφάσισε να αναδείξει το κεντρικό κτίριο του συγκροτήματος (το οποίο περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, το μηχανοστάσιο και το λεβητοστάσιο) διατηρώντας και αποκαθιστώντας την τοιχοποιία και ορισμένα από τα μηχανήματα που μεταφέρθηκαν επί τόπου. Η αποκατάσταση και ανάδειξη αποτέλεσαν έναν από τους σπουδαιότερους σταθμούς της βιομηχανικής αρχαιολογίας της πόλης.
Παράλληλα, το 1995 η Στοά των Επιγραφών και διάφοροι άλλοι τομείς των Μουσείων του Καπιτωλίου έπρεπε να κλείσουν για το κοινό, στα πλαίσια εργασιών μιας επικείμενης ανακαίνισης. Για να διατηρηθούν τα γλυπτά αυτών των χώρων προσιτά στο κοινό, αποφασίστηκε να εκτεθούν σε ορισμένους χώρους της πρώην μονάδας Μοντεμαρτίνι, αρχικά σαν προσωρινή λύση. Έτσι, το 1997 οργανώθηκε στους ανακαινισμένους χώρους του πρώην εργοστασίου μια έκθεση με τίτλο «Οι μηχανές και οι Θεοί», φέρνοντας σε επαφή τους δύο διαμετρικά αντίθετους κόσμους της κλασικής αρχαιολογίας και της βιομηχανικής αρχαιολογίας.
Σε μια συναρπαστική αλληλεπίδραση αντιθέσεων, δίπλα στα παλιά μηχανήματα της μονάδας ηλεκτροπαραγωγής εκτέθηκαν αριστουργήματα της αρχαίας γλυπτικής και πολύτιμα αντικείμενα που βρέθηκαν κατά τις ανασκαφές του 19ου αιώνα και της δεκαετίας του ’30, που καλύπτουν την περίοδο από την Ρεπουμπλικανική εποχή έως τα τέλη της αυτοκρατορικής εποχής.
Η αρχική ιδέα ήταν αυτή του προσωρινού μουσειακού χώρου, μέχρι το πέρας των εργασιών στα Μουσεία του Καπιτωλίου το 2005, όταν τα εκθέματα θα επέστρεφαν στην έδρα τους. Ωστόσο η νέα έκθεση είχε τόσο μεγάλη επιτυχία, ώστε αποφασίστηκε να παραμείνει ένα μεγάλο μέρος των γλυπτών στο χώρο του εργοστασίου, μετατρέποντάς τον σε μόνιμο μουσείο, με το όνομα Centrale Montemartini.
Το ίδιο το μουσείο βρίσκεται μέσα σε ένα ευρύτερο σχέδιο ανάπλασης της περιοχής, το οποίο προβλέπει τη μετατροπή σε πολιτιστικό κέντρο της παλαιότερης βιομηχανοποιημένης περιοχής της Ρώμης (που συμπεριλαμβάνει, εκτός από τον υδροηλεκτρικό σταθμό Μόντεμαρτίνι, το παλιό Σφαγείο, το Γκαζόμετρο, τις λιμενικές εγκαταστάσεις και την παλιά Κεντρική Αγορά) με την τελική τακτοποίηση των διάφορων εδρών του πανεπιστημίου Roma Tre και την δημιουργία Πόλης των Επιστημών.
Τα περισσότερα από τα εκθέματα αποτελούνται από σχετικά «πρόσφατα» κομμάτια, που προέρχονται από ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν μετά την ενοποίηση της Ιταλίας. Η εκθεσιακή ταξινόμηση γίνεται με βάση τον τόπο της ανακάλυψης και χωρίζεται σε τρεις βασικές θεματικές ενότητες:
– Ρεπουμπλικανική Ρώμη (θρησκευτική όψη, ταφική γλυπτική και επιγράμματα, εισαγωγή της πολυτέλειας στην ιδιωτική σφαίρα, προσωπογραφία)
– Μνημειακό κέντρο της Ρώμης
-Κήποι, αυτοκρατορικές επαύλεις
Η συγχώνευση δύο μουσείων, ενός βιομηχανικής αρχαιολογίας και ενός κλασικού αρχαιολογικού, σε ένα ενιαίο μουσείο, στο εσωτερικό ενός χώρου με διακόσμηση αρτ νουβό, αποδείχτηκε ταιριαστός συνδυασμός, ενώ παράλληλα τα καλοδιατηρημένα μηχανήματα καταφέρνουν να εξάψουν ακόμα πιο πολύ την σαφήνεια και την λεπτότητα των αρχαίων γλυπτών.
Το Δημοτικό Μουσείο Centrale Montemartini βρίσκεται εδώ.
Leave A Comment