Μια από τις πιο ενδιαφέρουσες βασιλικές στην Ρώμη είναι αυτή του Αγίου Λαυρεντίου εκτός των Τειχών (basilica di San Lorenzo fuori le mura). Είναι αφιερωμένη στον Άγιο Λαυρέντιο, έναν από τους επτά διακόνους της αρχαίας Ρώμης υπό τον Πάπα Σίξτο Β’, που μαρτύρησαν κατά τη διάρκεια των διωγμών από τον αυτοκράτορα Βαλεριανό το 258.
Η πρώτη βασιλική (Basilica maior) θα ανεγερθεί από τον Μ. Κωνσταντίνο, δίπλα στο τάφο του μάρτυρα Λαυρεντίου, όπως συνηθίζονταν και με άλλες βασιλικές της ίδιας εποχής. Μια δεύτερη βασιλική θα ανεγερθεί από τον πάπα Πελάγιο Β’ (579-590) και για κάποια περίοδο οι δύο βασιλικές θα συνυπάρξουν μέχρι την οριστική εγκατάλειψη της πρώτης. Θα πάρει την οριστική της μορφή το 1217, επί Ονορίου Γ’, επ’ ευκαιρίας της στέψης του Πέτρου του Κουρτεναί, Γάλλου ευγενή και σταυροφόρου, σε Λατίνο αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης κατά την περίοδο 1217 – 1219. Τότε η βασιλική θα διαπλατυνθεί και θα επιμηκυνθεί, ο προσανατολισμός θα αντιστραφεί και η παλιά βασιλική θα γίνει το ανυψωμένο πρεσβυτέριο του νέου ναού, ο οποίος παρουσιάζει και σήμερα ένα υψηλότερο δάπεδο στο κεντρικό κλίτος.
Για 500 χρόνια θα είναι έδρα του Λατίνου πατριάρχη των Ιεροσολύμων, μέχρι την αποκατάσταση της έδρας στην Ιερουσαλήμ, το 1847. Θα υποστεί βαριές ζημιές το 1943 κατά τον πρώτο συμμαχικό βομβαρδισμό της Ρώμης και στην συνέχεια θα αποκατασταθεί, με την χρήση των αυθεντικών υλικών. Στην βασιλική βρίσκονται θαμμένοι, εκτός από τον μάρτυρα Λαυρέντιο, ένας Ιταλός πρωθυπουργός και πέντε πάπες.
Η βασιλική ήταν μια από τις 7 εκκλησίες-προορισμούς των προσκυνητών. Ο «Γύρος των Επτά Εκκλησιών» ήταν ένα οδοιπορικό προσκυνήματος μήκος 20 περίπου χιλιομέτρων, με στάσεις στις επτά πιο σημαντικές εκκλησίες της Ρώμης, που οι πιστοί και οι προσκυνητές έπρεπε να κάνουν με τα πόδια, μέσα σε ένα εικοσιτετράωρο. Γίνεται ακόμα και σήμερα, δύο φορές τον χρόνο, με κάποιες παραλλαγές.
Ο θρύλος λέει ακόμα πως το 257, ο Άγιος Λαυρέντιος ακολούθησε τον αρχιδιάκονο Ξύστο στην Ρώμη όπου ο τελευταίος ανακηρύχθηκε επίσκοπος (πάπας) με το λατινικό όνομα Sixtius II. Τον Αύγουστο του 258, όταν ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Βαλεριανός άρχισε διωγμούς κατά των χριστιανών, ο πάπας Ξύστος εμπιστεύθηκε τα τιμαλφή της εκκλησίας, μεταξύ των οποίων και το δισκοπότηρο που χρησιμοποίησε ο Ιησούς κατά το Μυστικό Δείπνο, στον Άγιο Λαυρέντιο, ο οποίος ήταν ο αρχιδιάκονός του.
Στις 6 Αυγούστου, Ρωμαίοι στρατιώτες ανακάλυψαν τον Ξύξτο σε μία κατακόμβη και την επομένη τον αποκεφάλισαν. Οι Ρωμαίοι στρατιώτες απαίτησαν κατόπιν από τον Άγιο Λαυρέντιο να τους παραδώσει τους θησαυρούς της Εκκλησίας. Ο Άγιος Λαυρέντιος ζήτησε τρεις ημέρες για να συγκεντρώσει τους θησαυρούς, αλλά αντί να κάνει αυτό, μοίρασε τους θησαυρούς σε φτωχούς, αρρώστους και ορφανά. Την τρίτη ημέρα παρουσιάσθηκε, μαζί με ορισμένους φτωχούς και αδύνατους της Ρώμης, στους διώκτες του λέγοντας ότι οι θησαυροί της Εκκλησίας ήταν «αποταμιευμένοι» στην συνοδεία του. Εξαγριωμένοι τότε οι Ρωμαίοι διώκτες των χριστιανών υπέβαλαν τον Άγιο Λαυρέντιο σε μαρτυρικό θάνατο ψήνοντάς τον ζωντανό επάνω σε σιδερένια σχάρα. Ο θρύλος λέει ακόμα πως, πριν συλληφθεί, ο Άγιος Λαυρέντιος πρόλαβε να φυγαδεύσει το ιερό δισκοπότηρο.
Για το Άγιο Δισκοπότηρο ή Ιερό Γκράαλ, όπως είναι γνωστό στην Δύση, υπάρχουν θρύλοι, μεσαιωνικά διηγήματα και φυσικά τόποι όπου φυλάσσονταν. Όλες οι αναφορές για το Δισκοπότηρο ανάγονται στον Μεσαίωνα και επόμενες εποχές. Σήμερα υπάρχουν δύο «διασωθέντα» δισκοπότηρα, ένα στην Γένοβα, στον ναό του Αγίου Λαυρεντίου και ένα στην μητρόπολη της Βαλένθια, το οποίο η παράδοση λέει πως έφτασε από την Ρώμη. Και οι δύο τόποι κάνουν αναφορά στον Λαυρέντιο και στην Ρώμη.
Αν πράγματι ο Λαυρέντιος κατείχε τον «θησαυρό» της εκκλησίας, είναι άραγε σίγουρο πως τον μοίρασε, συμπεριλαμβανομένου και του Δισκοπότηρου, στους πιστούς ανά την Ευρώπη, φυγαδεύοντάς το από την Ρώμη ή μήπως το Δισκοπότηρο παρέμεινε εκεί;
Ο Τζοβάνι Μπατίστα Ντε Ρόσι θεωρείται ο μεγαλύτερος αρχαιόλογος της Ρώμης και πατέρας της χριστιανικής αρχαιολογίας. Το 1850 θα ανακαλύψει τις κατακόμβες του Αγ. Καλλίστου, θα ιδρύσει ένα τμήμα των Μουσείων του Βατικανού και θα ασχοληθεί με την έκδοση της χριστιανικής επιγραφικής. Με λίγα λόγια σοβαρός άνθρωπος, επιστήμονας, έμπιστος της Εκκλησίας και υπεράνω κάθε υποψίας. Το 1864 θα αρχίσει κάποιες ανασκαφές στην βασιλική του Αγ. Λαυρεντίου. Εκεί, στην βάση του πρώτου πύλωνα του νάρθηκα της παλαιάς βασιλικής, θα ανακαλύψει έναν μικρό χώρο προστατευμένο από μια μαρμάρινη πλάκα, στο εσωτερικό του οποίου φυλάσσονταν από την εποχή του Μ. Κωνσταντίνου ένα γυάλινο δισκοπότηρο σε σχήμα κάλυκα, από το οποίο έλειπε η βάση.
Ο Ντε Ρόσι απέρριψε την πιθανότητα να το έχει αφήσει τυχαία κάποιος από τους εργάτες που εργάστηκαν εκεί από την εποχή της κατασκευής του ναού και το πήρε στα Μουσεία του Βατικανού. Σίγουρα γνωστοποίησε την ανακάλυψη και μίλησε με τον πάπα Πίο Θ’, αυτόν που του είχε αναθέσει τις ανασκαφές στην βασιλική. Θα ήταν αφελές να πιστέψουμε πως αυτό το περιστατικό αποτελεί απόδειξη της ύπαρξης του Δισκοπότηρου και ούτε βέβαια αποδεικνκνύει πως επρόκειτο για το ίδιο το δισκοπότηρο του Ιησού. Ωστόσο, θα αναφέρουμε και κάποια άλλα στοιχεία που αξίζουν κάποιας προσοχής και ίσως κεντρίσουν το ενδιαφέρον και την φαντασία όσων είναι λάτρεις των μυστηρίων:
– Όταν ο Πίος Θ’ πέθανε, επέλεξε σαν τόπο ταφής την βασιλική του Αγ. Λαυρεντίου και όχι το Βατικανό. Γεγονός περίεργο, καθώς ο τελευταίος πάπας τάφηκε εκεί το 1048 και για παραπάνω από 800 χρόνια κανένας άλλος πάπας δεν είχε κάνει πλέον αυτή την επιλογή. Ακόμη πιο αξιοπερίεργο είναι το γεγονός πως ο τάφος του βρίσκεται στο σημείο της ανασκαφής, όπως και το γεγονός πως κατά την κατασκευή του τάφου ο Ντε Ρόσι ονομάστηκε τεχνικός επιμελητής του έργου.
– Η βασιλική του 1217 κατασκευάστηκε με χρηματοδότηση από τους Ναΐτες Ιππότες πάνω σε έδαφος της ιδιοκτησίας τους και είναι σχεδόν σίγουρο πως εκτελούσαν και ένα είδος φύλαξης, ελέγχοντας την ροή των προσκυνητών, μέχρι την διάλυση του Τάγματός τους. Ένας από τις θεμελιώδεις σκοπούς του Τάγματος ήταν η έρευνα για τα άγια κειμήλια και η φύλαξή τους.
– Το δισκοπότηρο που ανακάλυψε ο Ντε Ρόσι…χάθηκε και από τότε αγνοείται επίσημα η τύχη του.
Το κιόστρο
Η βασιλική συνδέεται με το ομώνυμο μοναστήρι των καπουκίνων αλλά η πρόσβαση δεν επιτρέπεται. Επιτρέπεται αντίθετα, έναντι μιας μικρής προσφοράς, στην εσωτερική αυλή του μοναστηριού, το ρωμανικό κίοστρο. Πρόκειται για ένα τετράπλευρο περιστύλιο του 13ου αιώνα, όπου στο κέντρο βρίσκεται ένας κήπος. Οι τοίχοι είναι καλλυμένοι με θραύσματα ρωμαϊκών και παλαιοχριστιανικών ταφικών επιγραφών. Βρίσκονται επίσης εκτεθειμένα και θραύσματα από τις βόμβες που κατεστρεψαν τον ναό και την συνοικία το 1943.
Η βασιλική του Αγίου Λαυρεντίου εκτός των Τοιχών βρίσκεται εδώ.
Leave A Comment