Λέγεται πως το 1488 στην περιοχή του Τραστέβερε, ένας χωρικός, βαριά άρρωστος, θα θεραπευτεί μετά από ένα τάμα που έκανε σε μια εικόνα της Παναγίας που ήταν ζωγραφισμένη δίπλα στην πόρτα του κήπου του. Το «θαύμα» είχε μεγάλη απήχηση και γρήγορα ανεγέρθηκε ένα μικρό αναθηματικό παρεκκλήσι στο σημείο που βρίσκονταν η εικόνα, ενώ στην συνέχεια θα οικοδομηθεί ένας μεγαλύτερος ναός που θα ονομαστεί Santa Maria dell’Orto (Παναγία του Περιβολιού). Η επίπλωση, οι διακοσμήσεις και τα έξοδα λειτουργίας του ναού παρασχέθηκαν από 12 επαγγελματικές συντεχνίες.
Το 1492 ο πάπας Αλέξανδρος ΙΣΤ’ επέτρεψε την ίδρυση μιας συναδελφότητας και το 1588 ο πάπας Σίξτος Ε’ θέσπισε την «Αρχιαδελφότητα», δίνοντας της το σπάνιο προνόμιο να ζητάει κάθε χρόνο – την ημέρα της γιορτής της εκκλησίας – την απελευθέρωση ενός θανατοποινίτη.
Μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα η περιοχή που βρίσκεται η εκκλησία ήταν αφιερωμένη στην γεωργία και το χονδρεμπόριο. Η περιοχή είχε σημαντική εμπορική σημασία γιατί βρίσκονταν εγγής των τειχών, κοντά στην Πόρτα Πορτέζε και το μεγάλο λιμάνι Ripa Grande στον Τίβερη. Η εκκλησία έγινε το σημείο αναφοράς των επαγγελματικών συντεχνιών που σχετίζονταν όχι μόνο με την προμήθεια τροφίμων για την πόλη, αλλά και των πλοίων που διαμέσου του Τίβερη πηγαινοέρχονταν στην Όστια: Όχι δηλαδή μόνο σημείο αναφοράς παραγωγών και εμπόρων, αλλά και μεσιτών και πάροχων υπηρεσιών.
Η αρχιαδελφότητα, προσβάσιμη και στις γυναίκες, αποτελούνταν από 13 συντεχνίες (Università). [Ο όρος «università» προέρχεται από το λατινικό universitas – που σήμαινε «ένωση» αλλά εδώ εννοείται με την πιο συγκεκριμένη έννοια του «συνάθροιση όλων εκείνων που ασκούν την ίδια δραστηριότητα», δηλαδή συντεχνία, σωματείο]. Ανάμεσά τους ήταν οι συντεχνίες των μανάβηδων και αλλαντοπωλών (ιδρυτές), των οπωροπωλών, των μεσολαβητών τοπικού εμπορίου, των βαρελοποιών, των μυλωνάδων, των τσαγκάρηδων, των αμπελουργών και των πτηνοτρόφων. Για κάθε επάγγελμα υπήρχε και ξεχωριστή συντεχνία μαθητευόμενων.
Πράγματι, στο εσωτερικό της εκκλησίας υπάρχουν διακοσμήσεις με μορφές φρούτων και λαχανικών, ξύλινοι μύλοι και ζυγαριές, ως και μια ξύλινη γαλοπούλα, δώρο των πτηνοτρόφων.
Η αρχιαδελφότητα θα φτάσει στο ζενίθ της δύναμης της στις αρχές του 18ου αιώνα, όταν κατάφερε να διατηρήσει μάλιστα ένα νοσοκομείο και ένα φαρμακείο. Θα αποδυναμωθεί εντελώς το 1870, όταν με την Ενοποίηση της Ιταλίας θα θεσπιστούν νόμοι περί δήμευσης της εκκλησιαστικής περιουσίας και κατάργησης των συντεχνιών. Αλλά ακόμη και σήμερα, στην γιορτή της εκκλησίας την τρίτη Κυριακή του Οκτωβρίου, η εκκλησία είναι διακοσμημένη με φρούτα και λαχανικά, ενώ στο τέλος της λειτουργίας ευλογούνται και διανέμονται μήλα. Η αρχιαδελφότητα υπάρχει ακόμη αλλά μόνο ονομαστικά, καθώς αποτελείται πλέον από απλούς πιστούς που έχουν σαν μοναδικό σκοπό την διατήρηση της ιστορίας και των εθίμων της εκκλησίας.
Το μηχάνημα των 40 ωρών
Στην καθολική εκκλησία οι «Σαράντα Ώρες» αναφέρονται στην διάρκεια του χρόνου που έμεινε ο Χριστός στον Τάφο, από τον θάνατό του (Παρασκευή απόγευμα) μέχρι την Ανάσταση (Κυριακή πρωί). Η καθολική εκκλησία τιμά αυτό το χρονολογικό διάστημα με την δημόσια λατρεία της Θείας Ευχαριστίας (η όστια, ο άζυμος άρτος των καθολικών), η οποία τοποθετείται σε ένα αρτοφόριο, σε μεγαλοπρεπή θέση, στο ψηλότερο σημείο του κεντρικού βωμού. Αυτός ο θεσμός θα γεννηθεί στο Μιλάνο, στην δεκαετία μεταξύ 1527 και 1537. Μέχρι τότε συνηθίζονταν διάφορες μορφές προσευχής και νηστείας, κυρίως κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας αλλά μόνον τότε θα δοκιμαστεί αυτός ο συνδυασμός μεταξύ προσευχής και επίδειξης της Θείας Ευχαριστίας. Αρχικά θα ξεκινήσει στον καθεδρικό ναό και στη συνέχεια σε όλες τις εκκλησίες του Μιλάνου. Η έγκριση του Πάπα Παύλου Γ ‘, με επιστολή της 28 Αυγούστου του 1537, είχε σαν αποτέλεσμα την γρήγορη εξάπλωση της πρακτικής σε όλη την Ιταλία.
Οι «Σαράντα Ώρες» θα φτάσουν στην Ρώμη το 1548 και θα συστηθούν όλο και περισσότερο από τους πάπες μέχρι την εγκύκλιο Graves et diuturnae με την οποία ο Κλήμης Η’ το 1592 προέτρεπε τον λαό να τις εφαρμόσει σε όλες τις εκκλησίες της πόλης για να αποφευχθούν οι θρησκευτικοί πόλεμοι που μαίνονταν τότε στην Γαλλία. Η επιθυμία να γίνει όσο το δυνατόν πιο εορταστική και πανηγυρική αυτή η πρακτική, οδήγησε στη δημιουργία πραγματικών «σκηνογραφιών», σχεδιασμένες ειδικά για την έκθεση της Θείας Ευχαριστίας, οι οποίες θα επιδράσουν στην μετέπειτα ανάπτυξη της τέχνης μπαρόκ. Ονομάστηκαν «μηχανήματα των 40 Ωρών».
Αυτά τα «μηχανήματα» είχαν σκοπό να λειτουργήσουν σαν πόλος έλξης των πιστών, προσφέροντας ένα είδος θεάματος που θα έκανε λιγότερο μονότονες την προσευχή και την νηστεία. Με διάφορα σχέδια, διάκοσμους και με τον κατάλληλο φωτισμό δημιουργούσαν αξιοπερίεργες προοπτικές και σκηνικά. Μπορούσαν να αναπαραστήσουν διάφορες σκηνές από την Παλαιά και Καινή Διαθήκη, υπήρχαν σύννεφα που άστραφταν, κινητά μέρη, ηλιαχτίδες που φώτιζαν την Θεία Ευχαριστία. Ο ίδιος ο Μπερνίνι θα κατασκευάσει τέτοια μηχανήματα, ένα από τα οποία θα τοποθετηθεί στο ιδιαίτερο παρεκκλήσι του πάπα.
Το μηχάνημα που υπάρχει στην Σάντα Μαρία ντελ Όρτο είναι το μοναδικό που υπάρχει πλέον στην Ρώμη και ίσως σε ολόκληρη την Ιταλία. Όλα τα άλλα έχουν καταστραφεί λόγω του χρόνου και της ευαισθησίας των υλικών κατασκευής. Κατασκευάστηκε τον 19°αιώνα, πάνω σε σχέδια του 17ου αι. Αναπαριστά τον Άγιο Τάφο, έχει μοτίβα φυτών και λουλουδιών σε στυλ μπαρόκ και είναι κατασκευασμένο από επιχρυσωμένο σκαλιστό ξύλο. Φωτίζεται από 213 κεριά και στην κορυφή τοποθετείται η Θεία Ευχαριστία.
Η τελετή του ανάμματος των κεριών γίνεται στο τέλος του εσπερινού της Μεγάλης Πέμπτης, αν και οι προετοιμασίες αρχίζουν μέρες πριν, καθώς το μηχάνημα δεν στέκει μόνιμα εκεί αλλά συναρμολογείται και στήνεται λίγες μέρες πριν. Μόλις ανάψουν όλα τα κεριά, τα φώτα της εκκλησίας σβήνουν, δημιουργώντας ένα τέλειο σκηνικό, με τις φωτοσκιάσεις να τονίζουν το γυψοκονίαμα των διακοσμήσεων και των ανάγλυφων της εκκλησίας.
Η Σάντα Μαρία ντελ Όρτο βρίσκεται εδώ.
Leave A Comment