Σύμφωνα με την Historia ecclesiastica, κατά τον 4° αιώνα, ένας πλούσιος πατρίκιος και η γυναίκα του, μην μπορώντας να τεκνοποιήσουν, αποφάσισαν να αφιερώσουν σαν τάμα την περιουσία τους στην Παναγία, για την κατασκευή ενός ναού αφιερωμένο σε Αυτήν. Όντως, το βράδυ μεταξύ 4ης και 5ης Αυγούστου 362, μιας ιδιαίτερα ζεστής και αποπνικτικής ημέρας, η Παναγία θα παρουσιαστεί στον ύπνο τους, καλώντας τους να κατασκευάσουν μια εκκλησία εκεί όπου το επόμενο πρωί θα έβρισκαν φρέσκο χιόνι. Πράγματι, λέει η παράδοση, εκείνη την νύχτα χιόνισε στον Εσκουιλίνο λόφο. Το πρωί το ζευγάρι θα τρέξει να διηγηθεί το γεγονός στον πάπα Λιβέριο, ο οποίος θα ομολογήσει πως και αυτός είδε το ίδιο όνειρο. Αμέσως θα μεταβεί στον λόφο, όπου εκεί θα χαράξει πάνω στο χιόνι την περίμετρο της εκκλησίας, η οποία θα κατασκευαστεί με έξοδα του πατρικίου. Αυτή η παράδοση βέβαια δεν έχει επαληθευτεί από κανένα γραπτό. Αρχικά η εκκλησία θα ονομαστεί Παναγία Λιβέρια, ενώ ο λαός θα την ονομάσει “ad Nives” (του χιονιού).

Η εκκλησία θα ανοικοδομηθεί το 440 επί Σίξτου Γ’, όταν μετά την Σύνοδο της Εφέσου η Μαρία θα αναγνωριστεί σαν Θεοτόκος και ο πάπας θα θελήσει να ανεγείρει μια μεγαλύτερη βασιλική εις τιμή της Παναγίας. Εκείνη την εποχή στην Ρώμη δεν υπήρχαν εκκλησίες ή βασιλικές παρόμοιες σε λαμπρότητα ή στο μέγεθος με την νέα βασιλική και για αυτό τον λόγο λίγες δεκαετίες αργότερα θα πάρει το σημερινό της όνομα, ακριβώς για να διακηρύξει την υπεροχή της πάνω σε όλες τις άλλες εκκλησίες αφιερωμένες στην Παναγία.

Σάντα Μαρία Ματζόρε, πρόσοψη. Το κωδωνοστάσιο είναι το ψηλότερο της Ρώμης. (75μ, κατασκευής 1370)

Σάντα Μαρία Ματζόρε, πρόσοψη. Το κωδωνοστάσιο είναι το ψηλότερο της Ρώμης.(75μ, κατασκευής 1370)

Η Σάντα Μαρία Ματζόρε είναι σήμερα μια από τις 4 παπικές βασιλικές της Ρώμης και η μοναδική που διατήρησε την αρχική της παλαιοχριστιανική δομή, αν και εμπλουτίστηκε και δέχτηκε διαρκώς προσθήκες κατά τους διάφορους αιώνες και εποχές.

Το εσωτερικό της βασιλικής έχει μήκος 86 μέτρα και χωρίζεται σε τρία κλίτη από μια σειρά μονολιθικούς κίονες που καταλήγουν σε ιωνικά κιονόκρανα, τα οποία υποστηρίζουν έναν θριγκό διακοσμημένο με μωσαϊκά του πέμπτου αιώνα. Η οροφή, που αποδίδεται στον Τζουλιάνο ντα Σανγκάλο, είναι διακοσμημένη με φατνώματα, με το έμβλημα του ταύρου του Αλέξανδρου ΙΣΤ’ στο κέντρο. Το δάπεδο χρονολογείται στα μέσα του δωδέκατου αιώνα. Για την επιχρύσωση της οροφής χρησιμοποιήθηκε ο πρώτος χρυσός που έφτασε από την Αμερική (Περού) στην Ευρώπη, δωρεά του Φερδινάνδου και της Ισαβέλλας της Ισπανίας.

Σάντα Μαρία Ματζόρε, το κεντρικό κλίτος

Οι διακοσμήσεις της βασιλικής είναι πολυάριθμες και ξεκινούν από το έτος της κατασκευής της, φτάνοντας μέχρι το 1743 (πρόσοψη μπαρόκ). Ορισμένες ανάγονται στον εικοστό αιώνα. Εκτός από αυτές που αναφέραμε, οι σημαντικότερες είναι οι εξής:

Σάντα Μαρία Ματζόρε

Ψηφιδωτά

 Ψηφιδωτά. Μια σειρά ψηφιδωτών του 5ου αιώνα βρίσκονται στην θριαμβευτική αψίδα με θεματολογία από την Καινή Διαθήκη, ενώ άλλη μια σειρά 24 μωσαϊκών σε φατνώματα, ίδιας χρονολογίας, βρίσκονται κατά μήκος των θριγκών, κάτω από τα παράθυρα, διατρέχοντας όλη την βασιλική.
Τα ψηφιδωτά της κόγχης είναι μεταγενέστερα, ανάγονται στις εργασίες για το πρώτο ιωβηλαίο έτος του 1300 και απεικονίζουν την Στέψη της Παναγίας.
(Στην φωτογραφία διακρίνονται τα ψηφιδωτά της αψίδας και πιο πίσω τα ψηφιδωτά της κόγχης).

Καπέλα Σιξτίνα

Καπέλα Σιξτίνα

Καπέλα Σιξτίνα. Στα τέλη του 16ου αιώνα, ο Σίξτος Ε’, πρωταγωνιστής της αστικής διαμόρφωσης της Ρώμης, επέλεξε την βασιλική σαν τόπο ταφής για τον εαυτό του και την οικογένειά του. Για το σκοπό αυτό ανέθεσε το 1585 στον αρχιτέκτονα Ντομένικο Φοντάνα να κατασκευάσει ένα μνημειώδες παρεκκλήσι προς τιμή του σώματος του Ιησού Χριστού. Στο κέντρο βρίσκεται η κρύπτη, η οποία καλύπτεται από ένα πολύτιμο κιβώριο, στο οποίο άγγελοι υποβαστάζουν ένα μοντέλο του παρεκκλησιού.

Καπέλα Παολίνα

Στο αριστερό κλίτος βρίσκεται η Καπέλα Παολίνα, το παρεκκλήσι που χτίστηκε με θέληση του πάπα Παύλου Ε΄Μποργκέζε μεταξύ 1605 και 1615 και θεωρείται το ωραιότερο παρεκκλήσι του κόσμου (και ίσως ο πιο ακριβό, από άποψη κόστους για την κατασκευή του). Το παρεκκλήσι, διακοσμημένο με αρχαία μάρμαρα διαφορετικής προέλευσης, περιέχει τον τάφο του Παύλου Ε’, του Κλήμεντος Η’ και της Παυλίνας Βοναπάρτη, αδελφής του Ναπολέοντα. Εδώ βρίσκεται και η ιερή εικόνα της Παναγίας, γνωστής σαν “Salus populi romani”.

Πρόκειται για μια εικόνα μεγάλων διαστάσεων (117 x 79 εκατοστά), από ξύλο κέδρου, βυζαντινού ρυθμού. Φέρει γράμματα με ελληνικούς χαρακτήρες.
Ιστορικά είναι η πιο σημαντική εικόνα της Παναγίας στην Ρώμη. Η εικόνα ήταν πάντα αντικείμενο ιδιαίτερης αφοσίωσης: Το 593 ο Πάπας Γρηγόριος την μετάφερε με πομπή στους δρόμους της πόλης για να σταματήσει η πανώλη που μαινόταν εκείνη την εποχή στην Ρώμη. Το 1571 ο Πάπας Πίος Ε’ την λιτάνευσε για να εκλιπαρήσει την νίκη στην ναυμαχία της Ναυπάκτου. Το 1837 ο Πάπας Γρηγόριος ΙΣΤ’ προσευχήθηκε σε αυτήν για το τέλος της επιδημίας της χολέρας.

Το Μπαλντακίνο. Το Μπαλντακίνο (Ουρανός) του Φερντινάντο Φούγκα, έργο του 1743, με τους τέσσερις κίονες από πορφυρίτη. Ο Φούγκα θα κατασκευάσει και την μπαρόκ πρόσοψη που θα προστεθεί στην αρχική.

Μπαλντακίνο

 Η φάτνη του Αρνόλντο ντι Κάμπιο. Στο Μουσείο της Βασιλικής σώζεται το γλυπτό που θεωρείται η αρχαιότερη φάτνη με αγάλματα. Πρόκειται για μια «Προσκύνηση των Μάγων» σε πέτρα, συμπεριλαμβανομένων και των επιμέρους στοιχείων, του βοδιού και του όνου. Ανατέθηκε από τον πάπα Νικόλαο Δ’ στον Αρνόλντο ντι Κάμπιο, το 1291. Η παράδοση της αναπαράστασης ξεκίνησε το 432, όταν ο Πάπας Σίξτος Γ’ κατασκεύασε στην αρχική εκκλησία το «σπήλαιο της Γεννήσεως» παρόμοιο με αυτό της Βηθλεέμ. Τότε η βασιλική θα πάρει ακόμη ένα άλλο όνομα, αυτό της Santa Maria ad praesepem, «η Παναγία της Φάτνης».

Φάτνη

Ιερό Λίκνο. Κάτω από τον Βωμό, βρίσκεται ένα διάσημο κειμήλιο, το Ιερό Λίκνο. Επειδή η βασιλική ήταν γνωστή για την φάτνη, για την οποία αναφερθήκαμε παραπάνω, κατά τον Μεσαίωνα οι διάφοροι προσκυνητές που γυρνούσαν από τους Αγίους Τόπους δώριζαν στην βασιλική τμήματα και θραύσματα από το ξύλο της «αυθεντικής» φάτνης που έφερναν από τα ταξίδια τους. Έτσι, θα δημιουργηθεί τον 14ο αιώνα μια λειψανοθήκη που θα φύλαγε τα θραύσματα, μόλις έναν αιώνα μετά την καθιέρωση από τον Άγιο Φραγκίσκο του εθίμου της φάτνης στα σπίτια, το οποίο εξαπλώθηκε αρκετά γρήγορα.

Η αρχική λειψανοθήκη καταστράφηκε κατά τις εργασίες του 18ου αιώνα και μια νέα που κατασκευάστηκε διήρκεσε μόνο μερικές δεκαετίες, μέχρι την κλοπή της από τα στρατεύματα του Ναπολέοντα κατά τη διάρκεια της κατοχής της πόλης κατά τα έτη 1798-1799. Η σημερινή λειψανοθήκη, από κρύσταλλο και ασήμι, χρονολογείται στις αρχές του 19ου αιώνα.

Ο τάφος του Μπερνίνι. Ο διάσημος καλλιτέχνης θα πεθάνει στις 28 Νοεμβρίου 1680 και θα ταφεί στο εσωτερικό της βασιλικής, σε έναν απλό οικογενειακό τάφο που περνάει σχεδόν απαρατήρητος, στα σκαλοπάτια στα δεξιά του Μεγάλου Βωμού. Διακρίνονται δύο απλές επιγραφές: Πάνω, «Ο Τζαν Λορέντσο Μπερνίνι, δόξα των τεχνών και της πόλης, ταπεινά εδώ αναπαύεται». Κάτω, « Η ευγενής οικογένεια Μπερνίνι εδώ αναμένει την Ανάσταση».

Regina Pacis. Η «Βασίλισσα της Ειρήνης» το άγαλμα μιας θλιμμένης Παναγίας που κατασκευάστηκε επί Βενεδίκτου ΙΕ’, σε ένδειξη ευχαριστίας για το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Ρεγκίνα Πάκις

Κάθε χρόνο στις 5 Αυγούστου γίνεται η ρίψη άσπρων ροδοπέταλων από την οροφή του κεντρικού κλίτους, σε ανάμνηση του θαύματος της Παναγίας, ενώ το βράδυ στο εξωτερικό της βασιλικής, για τον ίδιο λόγο, γίνεται τεχνητή χιονόπτωση.

Στον χάρτη διακρίνονται αρκετά καθαρά η βασιλική με τα δύο κύρια παρεκκλήσια.