Το μοναστήρι κατά τα τέλη του 19ου αι.

Το μοναστήρι κατά τα τέλη του 19ου αι.

Σε μια απόσταση μόλις 500 μέτρων από το Κολοσσαίο, προστατευμένο από ψηλά τείχη, στέκει το οχυρωμένο  μοναστήρι των Τεσσάρων Εστεμμένων Αγίων (Μαρτύρων)[Santi Quattro Coronati]. Πρόκειται για ένα απομονωμένο μοναστήρι, μια μονή μετάνοιας και οι αυγουστινιανές εσώκλειστες μοναχές που ζουν εκεί βρίσκονται αποκομμένες από τον έξω κόσμο. Καγκελωτά παράθυρα, σύρτες και κλειδωμένες πόρτες εγγυούνται την απομόνωση, ενώ επιβάλλεται η απόλυτη ησυχία  και σιγή στις μοναχές και τους επισκέπτες.

Η ιστορία των Τεσσάρων Εστεμμένων Αγίων είναι αρκετά συγκεχυμένη και αυτό θα το καταλάβουμε ευθύς αμέσως, με την αφήγηση της ιστορίας τους: Επί Διοκλητιανού, μεγάλου διώκτη των χριστιανών, ζητήθηκε σε πέντε λαξευτές να κατασκευάσουν ένα άγαλμα του θεού Ασκληπιού. Όταν αυτοί, λόγω της χριστιανικής τους θρησκείας, αρνήθηκαν, τους καταδίκασαν σε θάνατο, κλείνοντάς τους μέσα σε ξύλινα κιβώτια και ρίχνοντας τους στην θάλασσα να πνιγούν. Αργότερα θα βρεθούν οι σωροί τους και θα ταφούν. Λίγο αργότερα θα καταδικαστούν σε θάνατο για τον ίδιο λόγο και τέσσερις Ρωμαίοι στρατιώτες, οι οποίοι  θα ταφούν στο σημείο των προηγούμενων πέντε. Στους 5 στρατιώτες θα δοθούν αρχικά τα ονόματα των 4 λαξευτών αλλά αργότερα θα βρεθούν και τα πραγματικά ονόματα των λαξευτών, δημιουργώντας μια απίστευτη σύγχυση. Σαν να μην έφτανε αυτό, όταν θα αποφασιστεί η μεταφορά των οστών των μαρτύρων από το νεκροταφείο στην εκκλησία, λόγω αδυναμίας ταυτοποίησης θα μεταφερθούν…και οι εννιά. Με τον χρόνο οι 5 λαξευτές θα ξεχαστούν και θα εορταστούν οι 4, οι οποίοι θα γίνουν προστάτες…των τεχνίτων. Πληροφοριακά, τα τέσσερα ονόματα είναι Καστόριος, Σινφρόνιος, Κλαύδιος και Νικόστρατος. Ονομάζονται «Εστεμμένοι» γιατί μαρτύρησαν και η κορώνα (όπως και τα κλαδιά του φοίνικα) αποτελεί σύμβολο του μαρτυρίου.

Μοναστήρι των Τεσσάρων Εστεμμένων Αγίων

Το πλευρό της εισόδου. Στο βάθος διακρίνεται το Κολοσσαίο.

Ιστορία του μοναστηριού

Ο πρώτος πυρήνας θα κατασκευαστεί γύρω στο 310 (titulus Aemilianae) πάνω σε ένα παγανιστικό ναό και κατά τους επόμενους αιώνες θα μετατραπεί σε τρίκλινη βασιλική. Ένας ψηλός επιβλητικός πύργος στην ανατολική πλευρά ανάγεται στην Καρολίγγεια εποχή (850). Η βασιλική θα καταστραφεί το 1084 κατά την επιδρομή των Νορμανδών του Ροβέρτου Γυισκάρδου, μια από τις πιο καταστροφικές επιδρομές στην ιστορία της Ρώμης. Από τις στάχτες της θα ανοικοδομηθεί μια νέα βασιλική, επί Πασχάλη Β’ αλλά λόγω περιορισμένων πόρων θα γίνει μικρότερη, μετατρέποντας τον υπόλοιπο χώρο σε εσωτερικό προαύλιο. Πράγματι, είναι η μοναδική βασιλική στην Ρώμη με δύο εσωτερικά προαύλια. Πράλληλα θα δημιουργηθεί και ένα ανδρικό μοναστήρι καθώς και ένα επισκοπικό μέγαρο.

Η παρακμή του μοναστηριού θα αποκορυφωθεί γύρω στο 1500, όταν θα επέλθει εγκατάλειψη και αχρηστία. Τότε θα ενδιαφερθεί ο Ιγνάτιος Λογιόλα, ιδρυτής της αδελφότητας των Ιησουιτών, όταν περνώντας από εκεί και βλέποντάς το ερημωμένο, θα στείλει μια ομάδα νεαρών ορφανών κοριτσιών να εγκατασταθεί εκεί, δημιουργώντας ένα ορφανοτροφείο. Εκείνη την εποχή τα ορφανά κορίτσια είχαν δύο επιλογές: Ή περνούσε κάποιος, του άρεσε ένα κορίτσι και το παντρεύονταν, ή γίνονταν μοναχές. Έτσι θα γεννηθεί το γυναικείο μοναστήρι. Από το 1560 το μοναστήρι ανήκει στις Αυγουστινιανές μοναχές.

Εσωτερικό βασιλικής

Εσωτερικό βασιλικής

Σήμερα η πάροδος των αιώνων έχει αφήσει έντονα σημάδια στις δομές και στην διακόσμηση του μοναστηριού. Ορισμένα τμήματά του είναι επισκέψιμα, άλλα είναι αυστηρώς off-limits. Πάνω από την είσοδο του μοναστηριού βρίσκεται ένα πυργοειδές κωδωνοστάσιο, το παλαιότερο στην Ρώμη. Οι κατασκευές και τα περάσματα ανάμεσα στα δύο προαύλια είναι καθαρά μεσαιωνικής αρχιτεκτονικής. Η τρίκλινη βασιλική είναι η μοναδική στην Ρώμη όπου η κόγχη καλύπτει και τα τρία κλίτη. Εδώ μπορούμε να θαυμάσουμε και την παρουσία του matroneum (αρχιτεκτονική καινοτομία του ρωμανικού και γοτθικού ρυθμού, αρχικά γυναικωνίτης που αργότερα εξελίχτηκε σε αρχιτεκτονικό στοιχείο).

H εσωτερική αυλή με το περιστύλιο

H εσωτερική αυλή με το περιστύλιο

Από το εσωτερικό της βασιλικής (και χτυπώντας ένα κουδούνι) μπορεί κανείς να εισέλθει σε έναν εσωτερικό κήπο του 13ου αιώνα. Πρόκειται για ένα κιόστρο, ένα τετράπλευρο περιστύλιο, με ένα μικρό κήπο και μια κρήνη στο κέντρο, η οποία ήδη υπήρχε κατά τον 9° αιώνα. Στις στοές του περιστυλίου βρίσκονται συγκεντρωμένα ρωμαϊκά και παλαιοχριστιανικά ευρήματα και επιγραφές. Πρόσφατα ανακαλύφθηκε σε αυτό τον χώρο μια είσοδος που οδηγεί σε μια υπόγεια σήραγγα, η οποία συνδέει το μοναστήρι με την βασιλική του Αγ. Ιωάννη στο Λατερανό. Προφανώς χρησίμευε σαν μυστική οδός διαφυγής του πάπα προς το μοναστήρι [το Λατερανό ήταν επίσημη κατοικία του πάπα για πάνω από χίλια χρόνια, μέχρι το 1303]. Να σημειώσουμε πως το μοναστήρι ήταν άμεσα συνδεδεμένο  με τους πάπες, καθώς βρίσκεται πάνω στην παλαιά via papalis, την οδό που ακολουθούσε η παπική πομπή για να πάει από το Βατικανό στον Άγιο Ιωάννη στο Λατερανό, οπού εκεί ο νέος πάπας ενθρονίζονταν και αποκτούσε τον παπικό τίτλο.

Πλαστοποίηση της ιστορίας

Στα δεξιά του δεύτερου προαυλίου βρίσκεται η είσοδος της γυναικείας μονής των Αυγουστινιανών. Η εξωτερική πόρτα οδηγεί σε έναν προθάλαμο, στον τοίχο του οποίου βρίσκονται ζωγραφισμένα μεσαιωνικά εορτολόγια. Μια εσωτερική πόρτα που οδηγεί στα κελιά των μοναχών είναι κλειστή, ενώ δίπλα βρίσκεται ένας ξύλινος περιστρεφόμενος τροχός που επικοινωνεί με το εσωτερικό και χρησίμευε κάποτε για την παράδοση των  ανεπιθύμητων βρεφών. Δίπλα, ένα βαρύ κιγκλίδωμα προστατεύει ένα  παράθυρο επικοινωνίας (φώτο). Χτυπώντας το κουδούνι, μια μορφή κρυμμένη από την σκιά, θα επιτρέψει την πρόσβαση στο Προσευχητήριο του Αγίου Σιλβέστρου, έναντι μιας προσφοράς προς το μοναστήρι.
Το προσευχητήριο  πρέπει να είχε μάλλον προπαγανδιστικό σκοπό, καθώς εδώ βρίσκονται οι νωπογραφίες που αφηγούνται μια από τις μεγαλύτερες πλαστογραφήσεις της ιστορίας της Ευρώπης.

Το Προσευχητήριο του Αγίου Σιλβεστρου

Αλλά ας διηγηθούμε την ιστορία παραστατικά, ακολουθώντας τις βυζαντινής σχολής τοιχογραφίες του 1248:

 Στην κορυφή βρίσκεται η Θεία Κρίση, με τον Χριστό στον Θρόνο. Ένας άγγελος φέρει μια σάλπιγγα ενώ ένας άλλος περιτυλίγει το Στερέωμα, υποδηλώνοντας πως όλα έχουν πλέον κριθεί. Από κάτω, ξεκινώντας από αριστερά, θα δούμε τον Μέγα Κωνσταντίνο να υποφέρει από λέπρα.  Οι γιατροί και οι σύμβουλοί του θα τον συμβουλέψουν να κάνει ένα λουτρό στο αίμα 3.000 παιδιών για να γιατρευτεί. Δίπλα, ο Μ. Κωνσταντίνος θα δει στον ύπνο του  δύο μορφές (Άγιο Πέτρο και Παύλο) που θα του πουν πως για να θεραπευτεί θα πρέπει να βαπτιστεί από τον Σιλβέστρο [πάπας Σιλβέστρος Α’ (314 -335 μ.Χ)]. Στην επόμενη νωπογραφία τρεις απεσταλμένοι του αυτοκράτορα ξεκινούν για να συναντήσουν τον πάπα στο βουνό Σόρατε.

Αριστερά: Οι απεσταλμένοι ανεβαίνουν στο βουνό.
Κέντρο: Ο Σιλβέστρος έρχεται στην Ρώμη και ρωτάει τον Μ. Κωνσταντίνο αν οι δύο μορφές της εικόνας που κρατάει είναι οι ίδιες με αυτές που είδε στον ύπνο του.
Δεξιά: Ο Σιλβέστρος βαπτίζει τον Μ. Κωνσταντίνο και τον θεραπεύει από την λέπρα. Η βάπτιση γίνεται σε κολυμβήθρα.

Προσευχητήριο του Αγίου ΣιλβεστρουΑριστερά:  Ο Μ.Κωνσταντίνος, χωρίς κορώνα και σχεδόν γονυπετής, δωρίζει από ευγνωμοσύνη στον Σιλβέστρο την αυτοκρατορική τιάρα, σύμβολο της κοσμικής εξουσίας.
Δεξιά: O Σιλβέστρος, φέροντας πλέον την αυτοκρατορική τιάρα, απεικονίζεται έφιππος, ενώ ο Μ. Κωνσταντίνος κρατεί τα ινία του αλόγου, δείχνοντας έτσι την κατωτερότητά του σε σχέση με τον πάπα.

Πρόκειται για την εξιστόρηση της  Constitutum Constantini (Δωρεά του Κωνσταντίνου ή μάλλον Ψευδοκωνσταντίνεια Δωρεά), σύμφωνα με την οποία ο αυτοκράτορας αναγνώριζε την κυριαρχία του πάπα στην Ρώμη, την Ιταλία και σε ολόκληρη την Ευρώπη, την ηγεμονία του ποντίφικα πάνω σε όλους τους ιερείς του κόσμου, την υπεροχή της βασιλικής του Αγ. Ιωάννη στο Λατερανό σε όλες τις εκκλησίες του κόσμου, την ανωτερότητα τη παπικής εξουσίας σε σχέση με την εξουσία του αυτοκράτορα. Επίσης αναγνώριζε στην Εκκλησία της Ρώμης την αστική δικαιοδοσία στην Ρώμη και σε όλη την Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Το έγγραφο, με ημερομηνία 30 Μαρτίου 315, ισχυρίζεται πως αναπαράγει ένα διάταγμα που εκδόθηκε από τον Μ. Κωνσταντίνο. Η παράδοση λέει ότι η δωρεά ήταν ανταμοιβή του Κωνσταντίνου προς τον Σιλβέστρο για την θεράπευσή του από την λέπρα και παραχωρούσε τον αυτοκρατορικό θρόνο στον πάπα και τους διαδόχους του, διότι «δεν είναι σωστό ένας επίγειος αυτοκράτωρ να ασκεί εξουσία σ’ ένα τόπο, όπου η διακυβέρνηση των ιερέων και η κεφαλή της Χριστιανικής Θρησκείας έχει εγκαθιδρυθεί από τον Ουράνιο Αυτοκράτορα». Γι’ αυτό το λόγο μετέφερε «την αυτοκρατορία και εξουσία του» στην Κωνσταντινούπολη που έγινε η πρωτεύουσα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αφήνοντας την δυτική στον πάπα.

Το (πλαστό) έγγραφο της δωρεάς χρησιμοποιήθηκε από την Εκκλησία κατά τον Μεσαίωνα για να τεκμηριώσει τα δικαιώματά της σχετικά με τις τεράστιες εδαφικές κτήσεις στη Δύση και για να νομιμοποιήσει τις κοσμικές και οικουμενικές βλέψεις της. Το έγγραφο θεωρήθηκε γνήσιο και έγινε σεβαστό και αποδεκτό ακόμη και από τους αντίπαλους της κοσμικής εξουσίας του πάπα, αν και ο Αυτοκράτορας Οθων Γ’ (983-1002), του οποίου η μητέρα ήταν Ανατολική Ρωμαία, είχε εγείρει υποψίες κατά του εγγράφου. Στην Ανατολή η εν λόγω δωρεά δεν έγινε ποτέ αποδεκτή. Οι Πάπες χρησιμοποίησαν την Δωρεά για να προωθήσουν τις εδαφικές τους διεκδικήσεις ως πρίγκιπες επίσκοποι στην μεσαιωνική Ιταλία αλλά και για να εμποδίσουν την εγκατάσταση ενός «Φράγκου» αυτοκράτορα στην Ρώμη. Ο Δάντης στην Θεία Κωμωδία ανέφερε ότι το έγγραφο αυτό αποτέλεσε την ρίζα του υλισμού και κοσμικού πνεύματος των Παπών. Ακόμη, ο πάπας Αλέξανδρος ΣΤ’ αναφέρθηκε στην δωρεά για να δικαιολογήσει την παρέμβαση του στις διαφορές μεταξύ της Ισπανίας και της Πορτογαλίας για την κυριότητα του Νέου Κόσμου, διαμέσου μιας παπικής βούλας το 1493. Η δωρεά του Κωνσταντίνου στην πραγματικότητα περιελάμβανε τα νησιά «στα δυτικά» της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και κατά την περίοδο της έκδοσης της βούλας δεν ήταν ακόμη γνωστό ότι τα νέα εδάφη, αποτέλεσμα των πρόσφατων ανακαλύψεων, θα αποδείχνονταν μια νέα ήπειρος και θεωρήθηκαν μέρος της Δυτικής Αυτοκρατορίας.

Προαύλιο

Η διπλή είσοδος του μοναστηριού

Το έγγραφο διαπιστώθηκε πως ήταν πλαστό και εφεύρεση της καγκελαρίας του Βατικανού μόλις το 1440, όταν ο Ιταλός ανθρωπιστής Λορέντζο Βάλλα θα αποδείξει πως η «Δωρεά» δεν μπορεί να είναι αυθεντική, αναλύοντας την γλώσσα της που φανέρωνε ότι τα λατινικά του εγγράφου δεν μπορεί να γράφτηκαν το 315. Η άποψή του όμως θα δημοσιευτεί μόλις το 1517 και μόνο στον προτεσταντικό χώρο, ενώ το 1559 η δημοσίευση του Βάλλα θα συμπεριληφθεί στον κατάλογο των απαγορευμένων βιβλίων σαν «επικίνδυνο για την πίστη». Ιστορικά εξάλλου, ο Μ. Κωνσταντίνος δε βαπτίσθηκε ποτέ από τον πάπα Σίλβεστρο, αλλά από τον εξάδελφο του αυτοκράτορα Ευσέβιο Νικομηδείας με την συμπαράσταση και άλλων επισκόπων σε ένα προάστιο της Νικομήδειας, λίγο πριν από το θάνατό του.

Σήμερα οι ερευνητές είναι διστακτικοί στο θέμα της χρονολόγησης του εγγράφου, η οποία ανάγεται μεταξύ του δεύτερου μισού του όγδοου αιώνα και του δέκατου αιώνα, όταν η ρωμαιοκαθολική εκκλησία χρειαζόταν κάτι για να προωθήσει την εξουσία της και να αντιμετωπίσει τις αντίπαλες δυνάμεις. Παραμένουν οι διαφωνίες σχετικά με την περιοχή προέλευσης της πλαστογραφίας, ίσως να κατασκευάστηκε στην Δύση (Ρώμη, ή στα μοναστήρια του Saint-Denis ή Corbie στην Γαλλία) ή στην Ανατολή (ο συγγραφέας ίσως ήταν ένας βυζαντινός πρόσφυγας μοναχός στη Ρώμη).

Το Προσευχητήριο του Αγίου Σιλβέστρου έχει να επιδείξει και κάποιες άλλες ιδιαιτερότητες. Στην δεξιά πλευρά, πάνω από τις τοιχογραφίες, θα παρατηρήσουμε δύο οπές. Χρησίμευαν για την διάδοση του ήχου των ακολουθιών και των προσευχών, ώστε οι εσώκλειστες μοναχές που βρίσκονταν σε απομόνωση να μπορούν να τις ακούσουν.

.

Οι οπές στον τοίχο για την διάδοση του ήχου

Η «Γοτθική Αίθουσα»

Στον πρώτο όροφο του μεγάλου πύργου της μονής, εκεί που βρίσκονταν το επισκοπικό μέγαρο, βρίσκεται η λεγόμενη «Γοτθική Αίθουσα». Ήταν η μεγαλύτερη και σπουδαιότερη αίθουσα και στο εσωτερικό της  λάμβαναν χώρα δεξιώσεις, ακροάσεις και απονομή δικαιοσύνης. Εκεί, μόλις το 1997, θα ανακαλυφθεί και θα αναδειχθεί μια σειρά τοιχογραφιών του 13ου αιώνα, πολύ σημαντικές για την ιστορία της ιταλικής ζωγραφικής. Η μεγάλη αίθουσα αποτελείται από δύο δωμάτια που καλύπτονται από σταυροθόλια και διαιρούνται με μια αψίδα. Οι τοιχογραφίες, όσες έχουν σωθεί,  δείχνουν τους δώδεκα μήνες του έτους, τις εποχές, τα θανάσιμα αμαρτήματα, τις τέχνες, τους ανέμους, τους αστερισμούς.

Πρόκειται για μια μοναδική μαρτυρία των κοσμολογικών και θεολογικών αντιλήψεων της εποχής. Το στυλ είναι χαρακτηριστικό της συνάντησης της βυζαντινής παράδοσης με στοιχεία της κλασικής αρχαιότητας και τον γοτθικό ρυθμό. Ονομάστηκε από τους ειδικούς η «Σιξτίνα του Μεσαίωνα» λόγω της ποιότητας και του2014  άνοιξε (2014), αλλά μόνο κατόπιν ραντεβού, γιατί βρίσκεται στο εσωτερικό της μονής απομόνωσης. Απαγορεύεται επίσης η φωτογράφιση, για αυτό το λόγο η ποιότητα των φώτο που παρουσιάζονται  εδώ είναι χαμηλή και αλιευμένη από το διαδίκτυο.

* *

Το μοναστήρι των Τεσσάρων Εστεμμένων Αγίων βρίσκεται εδώ.