Στην πλατεία του Αγίου Απολλιναρίου (piazza di Sant’Apollinare), δυό βήματα από την πιάτσα Ναβόνα, βρίσκεται ένα από τα πιο όμορφα μέγαρα της Ρώμης, ένα από τα καλύτερα δείγματα αστικής αναγεννησιακής αρχιτεκτονικής. Πρόκειται για το Παλάτσο Άλτεμπς (palazzo Altemps), μια από τις τέσσερες έδρες του αρχαιολογικού Ρωμαϊκού Εθνικού Μουσείου στην Ρώμη. [Οι υπόλοιπες τρεις είναι η Κρίπτα Μπάλμπι, το παλάτσο Μάσιμο και το Εθνικό Ρωμαϊκό Μουσείο στις Θέρμες του Διοκλητιανού.]
Το μέγαρο, όπως το γνωρίζουμε σήμερα, θα αρχίσει να κατασκευάζεται κατά τον 15° αιώνα. Το 1568 θα περάσει στην κατοχή του αυστριακού καρδινάλιου Άλτεμπς, γιου της κόρης του Πίου Ε’ (θα ονομαστεί «ο καρδινάλιος-ανηψιός»), ο οποίος θα δημιουργήσει την πρώτη συλλογή αρχαίων γλυπτών. Στην συνέχεια το μέγαρο θα γίνει διπλωματική έδρα της Γαλλίας, κατόπιν θα περιέλθει στο Βατικανό μέχρι το 1982, χρονιά που θα αγοραστεί από το ιταλικό Υπουργείο Πολιτισμού. Σήμερα χρησιμοποιείται κατά τα τρία τέταρτα από την Εφορεία Αρχαιοτήτων της Ρώμης σαν μια από τις έδρες του Εθνικού Ρωμαϊκού Μουσείου.
Το μουσείο φιλοξενεί μόνο γλυπτά και όλα τους προέρχονται αποκλειστικά από ιδιωτικές συλλογές αριστοκρατικών οικογενειών του 16ου αιώνα. Αν και παρουσιάζει ενδιαφέρον η αριστοκρατική νοοτροπία της εποχής για την συλλογή αρχαίων γλυπτών και την έκθεσή τους στο εσωτερικό της κύριας κατοικίας, ωστόσο απουσιάζει παντελώς το ιστορικό πλαίσιο, δηλαδή δεν υπάρχουν πληροφορίες για τον τρόπο, την ημερομηνία και προπαντός τον τόπο εύρεσής τους. Κατά την δημιουργία του μουσείου δόθηκε ιδιαίτερη προσοχή στην διατήρηση των γλυπτών στην θέση που κατείχαν αρχικά.
Η αρχική συλλογή γλυπτών της οικογένειας Άλτεμπς δεν είχε την τύχη του μεγάρου. Από τα περίπου 100 κομμάτια που την αποτελούσαν θα μείνουν μόνο 13. Από το 1621 η συλλογή σταδιακά θα διαμελιστεί και τα γλυπτά θα συγχωνευθούν σε άλλες ιδιωτικές συλλογές και σε μουσεία σε όλο τον κόσμο, όπως το Μουσείο του Βατικανού, το Βρετανικό Μουσείο, το Λούβρο και το Μουσείο Πούσκιν. Συνολικά το μουσείο συγκεντρώνει τα εκθέματα 7 ιδιωτικών συλλογών από αριστοκρατικές οικογένειες της εποχής, από τις οποίες η κυριότερη είναι η συλλογή Μποκομπάνι-Λουντοβίζι που κάποτε κοσμούσε την ομώνυμη βίλα, προορισμό ταξιδιωτών, καλλιτεχνών και μελετητών από όλο τον κόσμο, μέχρι τον 19° αιώνα. Και αυτή επίσης η συλλογή θα διαμελιστεί, καθώς το ιταλικό κράτος θα αγοράσει μόνο 96 από τα 460 που την αποτελούσαν.
Ελάχιστα εκθέματα προέρχονται από την Ελλάδα, η συντριπτική πλειοψηφία ανάγεται στην ελληνιστική περίοδο και φυσικά στην ρωμαϊκή εποχή. Πρόκειται για αγάλματα κατασκευασμένα από ρωμαίους γλύπτες, ειδικευμένους στην αντιγραφή αγαλμάτων ελληνικής προέλευσης και θεματολογίας. Άθελά τους συνέβαλαν στην διάσωση των γνήσιων ελληνικών, τα οποία χάθηκαν οριστικά. Στην διάσωση των γνήσιων διαμέσου των αντιγράφων, πρωταρχικό ρόλο έπαιξε η επιλογή του υλικού (μάρμαρο), στο οποίο οι ρωμαίοι γλύπτες ήταν ειδικευμένοι, το οποίο άντεξε στους αιώνες, σε σχέση με το υλικό του γνήσιου (μπρούτζος, χαλκός), το οποίο διαβρώθηκε και καταστράφηκε. Γι’αυτό τον λόγο είναι πραγματικά σπάνια η ανεύρεση αρχαίων χάλκινων ή μπρούτζινων αγαλμάτων.
Τα πιο σημαντικά εκθέματα βρίσκονται στον πρώτο όροφο του μεγάρου. Ας δούμε τα κυριότερα:
Άρης των Λουντοβίζι.Ρωμαϊκό αντίγραφο ελληνικού αγάλματος του 3ου αι. π.Χ. Εδώ η ο θεός φανερώνεται εύθραυστος και παίρνει ανθρώπινη συμπεριφορά, καθώς βρίσκεται καθισμένος για να ξεκουραστεί. Την εποχή της ίδρυσης της συλλογής η αποκατάσταση των αγαλμάτων γίνονταν αρκετά τολμηρά και με αρκετές ελευθερίες. Η αποκατάσταση του Άρη έγινε από τον ίδιο τον Μπερνίνι, ο οποίος δεν δίστασε να τοποθετήσει έναν ολόκληρο μικρό Έρωτα στα πόδια του. Πράγματι, το κεφάλι είναι ίδιο με τα αγγελούδια του μπαρόκ. Ο διάσημος Γερμανός αρχαιολόγος Winkelmann θα τον χαρακτηρίσει σαν τον «ωραιότερο Άρη της αρχαιότητας». Δεξιά: Μεγάλο κεφάλι Ήρας, ίσως η Αντωνία, μητέρα του Κλαύδιου.
Leave A Comment