Οι ρίζες του θεσμού του εκκλησιαστικού ασύλου χάνονται στα βάθη της αρχαιότητας. Οι Ισραηλίτες είχαν τόπους και πόλεις, επιλεγμένους από τον Θεό, στους οποίους οι παραβάτες (εξαιρουμένων εκείνων που ήταν ένοχοι για φόνο) μπορούσαν να λάβουν προστασία και να ξεφύγουν από την εκδίκηση. Στην αρχαία Ελλάδα, όποιος χρειαζόταν προστασία κατέφευγε σε ένα ναό ή βωμό, έκανε ένα τελετουργικό, με το οποίο περνούσε στην δικαιοδοσία της θεότητας. Για να δώσει στους άλλους να καταλάβουν ότι ζητούσε άσυλο, καθόταν δίπλα στο βωμό, ή άγγιζε ένα άγαλμα θεού. Παράλληλα κρατούσε την «ικετηρία», η οποία απαρτιζόταν από ένα κλαδί ελιάς, τυλιγμένο με μια μάλλινη κλωστή. Με το τελετουργικό αυτό το πρόσωπο που κατέφευγε στο ναό έπαιρνε την ιδιότητα του ικέτη και έτσι τελούσε υπό την ιδιότητα της θεότητας. Από τα ιερά μέρη στα οποία κατέφευγαν οι ικέτες κανένας δεν μπορούσε να τους συλλάβει ή να τους απομακρύνει βίαια. Ήταν διάσημοι για το απαραβίαστο τους το ιερό των Δελφών, ο ναός της Τεγέας Αθηνάς κλπ.
Στην αρχαία Ρώμη, πρώτος ο Ρωμύλος θα επιλέξει ένα απαραβίαστο χώρο μεταξύ δύο λόφων, πριν ιδρύσει τη νέα πόλη. Με την πάροδο του χρόνου αυτά τα καταφύγια πολλαπλασιάστηκαν τόσο πολύ, που η Γερουσία χρειάστηκε να παρέμβει για να τα περιορίσει.
Κατά την μετακλασική εποχή ο θεσμός του ασύλου θα πάρει στοιχεία από τον χριστιανισμό. Η βάση της χριστιανικής έννοιας του ασύλου ήταν η άποψη πως η αναζήτηση προστασίας σε έναν ιερό τόπο, αποτελούσε σημάδι μετάνοιας και αυτός ο λόγος αρκούσε για την αποφυγή της ποινής ή, τουλάχιστον, για την ελάττωσή της.
Η εξάπλωση του χριστιανικού άσυλου στις εκκλησίες ξεκίνησε από τον τέταρτο αιώνα, διαμέσου της πρακτικής του intercessio (μεσολάβησης), η οποία γίνονταν από τους κληρικούς ενώπιον των δικαστών ή των πολιτικών αρχών, υπέρ εκείνων που στρέφονταν προς τους κληρικούς (ειδικά τους επισκόπους), για την απόδοσης επιείκειας. Επί Ιουστινιανού η παραβίαση και καταπάτηση του εκκλησιαστικού ασύλου θεωρούνταν crimen maiestatis, έγκλημα προδοσίας.
Ως αποτέλεσμα της εξάπλωσης των παρεμβάσεων της Εκκλησίας, η αυτοκρατορική νομοθεσία αναγνώρισε σαν γενική αρχή το δικαίωμα του να καταφεύγει κανείς σε μια εκκλησία, με την προϋπόθεση πως ο ικέτης θα εγκατέλειπε τα όπλα του και θα υποτάσσονταν στην εξουσία του κλήρου της εκκλησίας που τον φιλοξενούσε. Οποίος κατέφευγε σε μια εκκλησία δεν απαλλάσσονταν από την καταβολή του χρέους του προς την δικαιοσύνη: Το μόνο δικαίωμα που του αναγνωρίζονταν ήταν αυτό του ασύλου, το οποίο επέτρεπε μόνο την παρέμβαση των κληρικών υπέρ μιας πιο επιεικής μεταχείρισης του δράστη.
Η αναγνώριση του εκκλησιαστικού ασύλου από την πολιτική εξουσία είχε σαν αποτέλεσμα τον καθορισμό των αδικημάτων που εξαιρούνταν από το άσυλο: Δολοφονία, προδοσία, παράβαση της Καθολικής πίστης, μοιχεία και απαγωγή.
Κατά τον Μεσαίωνα το εκκλησιαστικό άσυλο εξαπλώθηκε σαν αυτόνομος και αποτελεσματικός θεσμός, ανεξάρτητος από τη μεσολάβηση του κλήρου, μέχρι που ονομάστηκε «θεϊκός θεσμός». Σε αυτό συνέτρεξε η έλλειψη κοσμικής εξουσίας, η κατάσταση της γενικής αβεβαιότητας του δικαίου και η επικρατούσα χρήση του συστήματος της ιδιωτικής εκδίκησης. Το δικαίωμα του ασύλου αναγνωρίστηκε σε εκκλησίες και παρεκκλήσια, στους προθαλάμους και τις αυλές των ναών, στα μοναστήρια, στα νεκροταφεία, στα νοσοκομεία και στις κατοικίες των επισκόπων. Πρακτικά, πλήθος εγκληματιών κατέφευγε στις εκκλησίες και στα μοναστήρια. Η εκκλησία έδειχνε ιδιαίτερο ζήλο στην παραχώρηση ασύλου, όχι μόνο αποκλειστικά για «χριστιανικούς» λόγους, αλλά και για να τονίσει την δύναμή της. Όποιος το καταπατούσε αφορίζονταν αμέσως. Ο ικέτης, είτε είχε ήδη δικαστεί, είτε είχε διαφύγει τη σύλληψη, δεν μπορούσε να παραδοθεί, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις.
Από τον ενδέκατο αιώνα εισήχθηκαν κάποιες εξαιρέσεις στο δικαίωμα του ασύλου, ειδικά για την αποφυγή κατηγοριών εναντίον της Εκκλησίας, σχετικές με την ενθάρρυνση και την προστασία των εγκληματιών. Ως εκ τούτου, το δικαίωμα αρνήθηκε στους ληστές και τους ιερόσυλους. Παρά τις τακτικές παπικές εγκύκλιους που προσπαθούσαν να περιορίσουν τα διάφορα φαινόμενα κατάχρησης, η εκκλησία παρέμεινε με ζήλο, για πολλούς αιώνες, θεματοφύλακας αυτού του προνομίου. Ιδιαίτερη σημασία έχει η παπική βούλα Cum alias του 1591, με την οποία καθορίζονταν πολύ αυστηρά η κωδικοποίηση του δικαιώματος του εκκλησιαστικού ασύλου, περιορίζοντας σε μεγάλο βαθμό την παροχή του σε εγκληματίες.
Ήδη το 1539 στην Γαλλία, με το Ordonnance sur le faict de la justice θα καταργηθεί κάθε ασυλία, με την προϋπόθεση της έκδοσης εντάλματος σύλληψης. Στην Αγγλία το privilege of sanctuary θα κρατήσει μέχρι το 1624. Στην Πρωσία το εκκλησιαστικό άσυλο θα διατηρηθεί μέχρι το 1794, ενώ στην Ισπανία μέχρι το 1829.
Στην Ιταλία θα κρατήσει πιο πολύ. Τον δέκατο έβδομο αιώνα, οι δικαστικές αρχές στην Ιταλία απαιτούν το δικαίωμα να συλλαμβάνουν στο εσωτερικό των εκκλησιών, χωρίς την άδεια του επισκόπου, εγκληματίες που δεν χαίρουν του δικαιώματος. Τον επόμενο αιώνα το δικαίωμα εκκλησιαστικού ασύλου περιορίζεται κατά πολύ. Τίθεται το θέμα του δικαιώματος του κράτους να προστατεύει την τάξη, δηλώνοντας ότι “εντός των συνόρων μιας χώρας κανένας χώρος δεν μπορεί να είναι ανεξάρτητος από τους νόμους.” Αλλά μόνο ο νόμος του Πιεμόντε του 1850 θα καταργήσει το δικαίωμα του εκκλησιαστικού ασύλου, θέτοντας όμως κάποιες προϋποθέσεις για την διεξαγωγή ερευνών στο εσωτερικό των εκκλησιών.
Κατά την περίοδο 1769-1861 το εκκλησιαστικό άσυλο θα καταργηθεί επίσημα σε όλα τα ιταλικά κράτη, εκτός από το παπικό κράτος της Ρώμης, όπου επέζησε ακόμη για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, μέχρι την πτώση του, το 1870.
Ανεβαίνοντας τα σκαλιά της Αγίας Αγνής, έργο του Μπορομίνι στην πιάτσα Ναβόνα, θα παρατηρήσουμε κάποια ξεθωριασμένα γράμματα, σκαλισμένα στον μαρμάρινο τοίχο του μικρού προαυλίου της εκκλησίας.
Πρόκειται για μια προειδοποίηση που απευθύνονταν σε όσους αναζητούσαν άσυλο στην εκκλησία. Η επιγραφή λέει: «Per ordine di Nostro Signore del 16 agosto 1838 l’immunità ecclesiastica in questa chiesa si restringe alla sola porta restando esclusi i gradini della medesima». Δηλαδή, «Κατ’ εντολή του Κυρίου μας [Ιησού Χριστού] της 16 Αυγούστου 1838, το εκκλησιαστικό άσυλο σε αυτή την εκκλησία περιορίζεται μέχρι την θύρα, αποκλείοντας τις βαθμίδες της». ΟΙ περιορισμοί ίσχυαν ήδη και ο επίδοξος ικέτης θα έπρεπε να προσέξει πολύ πού θα έπρεπε να σταθεί.
Leave A Comment