Κατά τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες, με την επικράτηση του χριστιανισμού, κατέστη επιτακτική η ανάγκη εύρεσης μεγαλύτερων χώρων συνάθροισης των πιστών. Έτσι, θα παρατηρήσουμε στην Ρώμη μια σταδιακή μετάβαση από τις αρχικές μορφές εκμετάλλευσης των ιδιωτικών αιθουσών για τη διεξαγωγή των χριστιανικών λειτουργιών (Domus ecclesiae), σε δομές αρχιτεκτονικά περισσότερο διαφοροποιημένες και προσαρμοσμένες στις χρήσεις και ανάγκες του νέου δόγματος.
Αυτή η μετατροπή καθορίζονταν συχνά από τη μεταβίβαση της κυριότητας των παλαιών χώρων (που χρησιμοποιούνταν για θρησκευτικούς σκοπούς και που βρίσκονταν σε κατοικίες πατρικίων), από τους πρώην ιδιοκτήτες τους στη χριστιανική κοινότητα, σαν αποτέλεσμα δωρεών ή κληροδοτημάτων. Τα νέα κτίρια για τη λατρεία, επομένως, ταυτίζονταν με το όνομα του δωρητή ή το πρόσωπο το οποίο, μετά την αγορά του ακινήτου, είχε μεριμνήσει για την μετατροπή του σε λατρευτικό χώρο. Το όνομα του δωρητή ήταν συνήθως τοποθετημένο σε μια αναμνηστική πλάκα (Titulus). Με μετωνυμία η λέξη Titulus πέρασε να προσδιορίσει την ίδια την αρχιτεκτονική δομή στην οποία λάβαιναν μέρος οι θρησκευτικές τελετές, γίνοντας το παλαιότερο συνώνυμο της λέξης «εκκλησία», λέξη που μόνο αργότερα θα χρησιμοποιηθεί για να καθορίσει το χριστιανικό θρησκευτικό κτίριο.
Στις αρχές του 4ου αιώνα υπήρχαν στην Ρώμη 25 tituli, ένας από τους αρχαιότερους από αυτούς ήταν ο titulus Praxedis.
Ήταν οι πρώτοι άγιοι της εκκλησίας. Όμως, για την εκκλησία δεν επαρκούσε η γενναιόδωρη πράξη της δωρεάς μιας εκκλησίας για την απονομή του τίτλου του αγίου/αγίας. Ήταν απαραίτητο ένα άλλο στοιχείο, το μαρτύριο. Έτσι θα ξεκινήσει η παραγωγή αγιογραφικής λογοτεχνίας που είχε έναν και μοναδικό σκοπό, την δημιουργία μνήμης. Δεν είχε σημασία αν τα γεγονότα και οι βίοι ήταν αληθινοί ή όχι, στην συντριπτική τους πλειοψηφία πρόκειται για φανταστικά περιστατικά και βιογραφίες. Το σημαντικό ήταν να δημιουργηθεί, όπως είπαμε, μια μνήμη για το titulus, δίνοντας προσοχή στο μαρτύριο αλλά και στην τοπογραφική ακρίβεια, δηλαδή πού έζησε, πού μαρτύρησε, πού θάφτηκε. Έτσι θα γεννηθούν και τα Acta Martyrum, οι Βίοι Μαρτύρων.
Κατά την ρωμαϊκή εποχή απαγορεύονταν αυστηρά η ταφή των νεκρών εντός του εσωτερικού των ορίων της πόλης. Ηominem mortuum in urbe neve sepelito neve urito (να μην θάβονται και να μην αποτεφρώνονται οι νεκροί στην πόλη) έλεγαν οι Νόμοι των Δώδεκα Πινάκων. Αυτή η συνήθεια θα κρατήσει και για τους επόμενους αιώνες, και κατά συνέπεια όλες οι κατακόμβες θα κατασκευάστούν εκτός πόλεως, στην εξοχή.
Η συνήθεια της ταφής στις κατακόμβες θα κρατήσει μέχρι τον 7°- 8° αιώνα αλλά με την σταδιακή ελάττωση του πληθυσμού της Ρώμης και την συρρίκνωση της πόλης, η χρήση των υπαρχόντων κατακομβών θα καταστεί προβληματική, καθώς οι αποστάσεις έγιναν υπερβολικές. Ήδη στις κατακόμβες βρίσκονταν θαμμένοι οι πρώτοι μάρτυρες, άγιοι και πάπες. Έτσι, με την άνοδο του στον παπικό θρόνο, ο πάπας Πασχάλης Α’ σοφίστηκε μια καινοτομία για την εποχή, σημαντικός σταθμός για την Εκκλησία. Δηλαδή, την μεταφορά όλων των άγιων λειψάνων στο εσωτερικό της πόλης και τον εκ νέου ενταφιασμό τους στο εσωτερικό των βασιλικών. Ξεκινούσε έτσι το φαινόμενο του προσκυνήματος που διαρκεί μέχρι σήμερα. Έτσι, η Ρώμη με τις βασιλικές της, θα ξεκινήσει να είναι προορισμός προσκυνητών, ενώ η οικονομία της πόλης και προπαντός οι βασιλικές θα ευεργετηθούν οικονομικά. Εδώ καταλαβαίνουμε την σπουδαιότητα της αγιογραφικής λογοτεχνίας και της δημιουργίας μνήμης. Οι προσκυνητές είχαν ανάγκη από αδιάσειστες βεβαιότητες.
Οι πρώτες μαρτυρίες για το titulus Praxedis χρονολογούνται στο 491. Αναφέρονται στα γεγονότα της οικογένειας του γερουσιαστή Πούδη (πρώτο αιώνα μ.Χ.) και της οικογένειάς του, τους οποίους η παράδοση λέει πως ήταν από τους πρώτους που προσηλυτίστηκαν από τον Παύλο. Ο Πούδης ασπάστηκε τον Χριστιανισμό μαζί με τις κόρες του Πουδεντιανή και Πραξίδη. Ολόκληρη η οικογένεια μαρτύρησε και τα σώματά τους τοποθετήθηκαν στις κατακόμβες της Πρισκίλλης. Το titulus Praxedis ανεγέρθηκε εκεί που ήταν το πατρικό σπίτι της Πραξίδης, το οποίο χρησιμοποιήθηκε για να κρύψει διωκόμενους χριστιανούς. Η αγιογραφία αναφέρει πως η Αγία συνέλεγε με ένα σφουγγάρι το αίμα που έχυναν οι μάρτυρες (η παράδοση λέει πάνω από τρεις χιλιάδες!) και το μάζευε σε ένα πηγάδι.
Η σημερινή εκκλησία είναι έργο ανακαίνισης του 817 από τον πάπα Πασχάλη Α’ (αν και αργότερα δέχτηκε επιρροές από το μπαρόκ). Στον νέο ναό θα έβρισκαν θέση τα οστά των μαρτύρων που βρίσκονταν θαμμένα στις κατακόμβες της Πρισκίλλης.
Λεπτομέρεια ψηφιδωτών
Η βασιλική ήταν μικρογραφία της βασιλικής του Αγίου Πέτρου, επί εποχής Μ. Κωνσταντίνου. Αν δηλαδή θέλουμε να δούμε πώς ήταν η παλαιοχριστιανική βασιλική του Αγίου Πέτρου πριν την ανακαίνισή της, αρκεί να δούμε την Αγία Πραξίδη.
Η βασιλική είναι φημισμένη για τα ψηφιδωτά της. Είναι μια από της κυριότερες μαρτυρίες της Ρώμης του Μεσαίωνα και το σημαντικότερο μνημείο βυζαντινής τέχνης στην Ρώμη.
Βυζαντινοί καλλιτέχνες διακόσμησαν την βασιλική κατά τον 9° αιώνα με χρυσά ψηφιδωτά, ειδικά την αψίδα του ναού και το παρεκκλήσι του Αγίου Ζήνωνα. Ήταν η εποχή της Εικονομαχίας και αρκετοί καλλιτέχνες είχαν βρει καταφύγιο στην Ρώμη για να μπορέσουν να συνεχίσουν την τέχνη τους. Η τεχνική του ρωμαϊκού ψηφιδωτού διαφέρει από την καθαρή βυζαντινή τεχνική γιατί η πρώτη χρησιμοποιεί μόνο γυαλί, ενώ η δεύτερη πέτρες και γυαλί. Για αυτό τον λόγο τα ψηφιδωτά της Αγίας Πραξίδης χαρακτηρίζονται από μια ιδιαίτερη λαμπρότητα.
Το μωσαϊκό της πρώτης θριαμβευτικής αψίδας παρουσιάζει ουσιαστικά το πέρας της Αποκάλυψης. Ο Χριστός, στην μέση από τους 12 Απόστολους στέκεται στα τείχη της ουράνιας Ιερουσαλήμ, τα οποία είναι γεμάτα από πολύτιμους λίθους που αντιπροσωπεύουν την ομορφιά, τη χαρά, την πληρότητα, και την αιωνιότητα των νέων Ιεροσολύμων. Αριστερά και δεξιά στέκονται οι εκλεκτοί, με παπαρούνες στα πόδια ους.
Πιο μέσα, στην κόγχη, οι δύο αδελφές αγίες, Πραξίδη και Πουδεντιανή στέκονται στα πλευρά του Χριστού και αγκαλιάζονται από τον Απόστολο Πέτρο και Παύλο. Η μορφή στα αριστερά είναι ο πάπας Πασχάλης. Κρατεί στα χέρια του ένα ομοίωμα της βασιλικής, την οποία δωρίζει. Αξίζει εδώ να σημειωθεί πως ενώ οι άλλες μορφές φέρουν στρογγυλούς φωτοστέφανους, ο πάπας φέρει ένα τετράγωνο γαλάζιο. Η εικονογραφία τον έθετε σε όσους βρίσκονταν ακόμη εν ζωή. Οι δύο Αγίες φέρουν κορώνα, σύμβολο του μαρτυρίου. Η υπογραφή του Πασχάλη Α’ βρίσκεται στην κορυφή των δύο αψίδων, σε στρογγυλό γαλάζιο πλαίσιο (Pascal). Αριστερά και δεξιά της κόγχης βρίσκονται 24 γέροντες που προσφέρουν στεφάνια στον Θρόνο, στον οποίο στέκεται ένα πρόβατο.
Κάτω από το Άγιο Βήμα βρίσκονται δύο ρωμαϊκές σαρκοφάγοι που περιέχουν τα λείψανα των δύο αγιών. Υπάρχει επίσης και ένα παλαιό Άγιο Βήμα έντεχνα διακοσμημένο. Κάποτε υπήρχε πρόσβαση και από τις δύο πλευρές για να μην δημιουργούνται ουρές και συμφόρηση. Από την μία πρόσβαση οι προσκυνητές έμπαιναν και από την άλλη έβγαιναν. Ήταν συχνή η χρήση υφασμάτινων ταινιών, ειδικά αν τα λείψανα βρίσκονταν σε απρόσιτα υπόγεια ή προστατεύονταν από κιγκλιδώματα. Τότε, οι προσκυνητές ξετύλιγαν το ύφασμα μέχρι να αγγίξει τον τάφο ή την σαρκοφάγο, πεπεισμένοι πως η Χάρη μεταφέρονταν σε αυτό.
Στη μέση του δεξιού κλίτους βρίσκεται το παρεκκλήσι του Αγίου Ζήνωνα, το σημαντικότερο βυζαντινό μνημείο της Ρώμης, που χτίστηκε από τον Πασχάλη Α’ σαν μαυσωλείο της μητέρας του Θεοδώρας. Δύο στήλες από μαύρο γρανίτη στηρίζουν την τεφροδόχο με τα λείψανα του Ζήνωνα, ιερέα και μάρτυρα. Το εσωτερικό του παρεκκλησιού έχει μια θολωτή οροφή, με γωνιακούς κίονες και καλύπτεται εξ ολοκλήρου με ψηφιδωτά, τόσο φωτεινά, ώστε ο χώρος ονομάστηκε «ο Κήπος του Παραδείσου».
Εδώ θα συναντήσουμε πάλι τις γνωστές μορφές των δύο Αγιών, της επισκόπου Θεοδώρας (με τετράγωνο γαλάζιο φωτοστέφανο), του Χριστού, της Παναγίας, ευαγγελιστών κλπ. Η ιδιαιτερότητα είναι πως το μαυσωλείο έχει σχήμα ρωμαϊκού τάφου, καθώς δεν υπήρχαν άλλα πρότυπα εκείνη την εποχή.
Σε ξεχωριστό μέρος στο παρεκκλήσι, μέσα σε γυάλινη θήκη, βρίσκεται τμήμα του κίονα της φραγγέλωσης του Χριστού. Μεταφέρθηκε στην Ρώμη το 1223 από τα Ιεροσόλυμα. Τμήματα της πραγματικής κολόνας πάνω στην οποία μαστιγώθηκε ο Χριστός, υποστηρίζεται πως υπάρχουν σε τρία μέρη: Στην Αγία Πραξίδη στην Ρώμη, στον πατριαρχικό ναό του Αγ. Γεωργίου στο Φανάρι και στο καθολικό παρεκκλήσι του ναού της Αναστάσεως στα Ιεροσόλυμα. Αν και τα τρία τμήματα είναι διαφορετικά μεταξύ τους, αυτό στην Αγία Πραξίδη μάλλον είναι απίθανο να είναι το πραγματικό, καθώς η φιλοτέχνηση του μαρμάρου είναι χαρακτηριστική μεταγενέστερης εποχής.
Άλλο αξιοπερίεργο στην βασιλική είναι η προτομή του επισκόπου Σαντόνι, η οποία λέγεται πως είναι το πρώτο έργο του Μπερνίνι, καθώς την φιλοτέχνησε σε ηλικία μόλις…10 ετών. Ακόμη άλλο αξιοπερίεργο είναι οι δύο σειρές μαρμάρινων κόκκινων σκαλοπατιών που οδηγούν στο Άγιο Βήμα. Άρεσαν τόσο πολύ στους απεσταλμένους του Ναπολέοντα, ώστε ο ίδιος διέταξε να τις ξηλώσουν και να τις μεταφέρουν στο Παρίσι για να γίνουν τα σκαλοπάτια του αυτοκρατορικού του θρόνου. Τελικά το σχέδιό του ματαιώθηκε.
Η βασιλική της Αγίας Πραξίδης (Santa Prassede) αν και διατηρεί την μεσαιωνική της μορφή, ωστόσο βρίσκεται καλά κρυμμένη στα στενά της Ρώμης. Η κύρια είσοδος βρίσκεται μετά από μια σκάλα και μια εσωτερική αυλή, όχι πάντα ανοιχτή. Η δεύτερη πλευρική πρόσβαση βρίσκεται στην ομώνυμη οδό αλλά χρειάζεται κάποια προσοχή για τον εντοπισμό της.
Η βασιλική της Αγίας Πραξίδης βρίσκεται εδώ.
Leave A Comment