«Όταν επέστρεψα στην Ρώμη από την Ισπανία και την Γαλατία […] περατώνοντας επιτυχώς τις επιχειρήσεις σε αυτές τις επαρχίες, η Σύγκλητος αποφάσισε ότι κατά την επιστροφή μου θα εγκαινιάζονταν ο βωμός της Αυγούστειας Ειρήνης στο Πεδίο του Άρεως και καθόρισε πως εκεί οι δικαστές, οι ιερείς και οι παρθένες ιέρειες θα εκτελούσαν μια ετήσια θυσία».
(Res Gestae Divi Augusti, 12-2.)
Πράγματι, στις 4 του Ιουλίου του 13 π.Χ., η Γερουσία αποφάσισε να χτίσει ένα βωμό αφιερωμένο στην εξασφάλιση της «ρωμαϊκής ειρήνης», με την ευκαιρία της επιστροφής του Αυγούστου από μια αποστολή διατήρησης της ειρήνης διάρκειας τριών χρόνων στην Ισπανία και τη νότια Γαλατία. Η επίσημη τελετή της αφιέρωσης δεν πραγματοποιήθηκε μέχρι τις 30 Ιανουαρίου του 9 π.Χ., σημαντική ημερομηνία, διότι ήταν τα γενέθλιά της Λιβίας, συζύγου του Αυγούστου. Το μνημείο ήταν τοποθετημένο με μια είσοδο προς την αρχαία Φλαμινία Οδό και μία προς το Πεδίο του Άρεως. Στο δεύτερο αιώνα μ.Χ. το ύψος της περιοχής αυξήθηκε σημαντικά και ο βωμός θα έπρεπε να περιβληθεί με έναν τοίχο από τούβλα γιατί μόνο το διάζωμα προεξείχε πλέον από το έδαφος.
Η Αυγούστεια Ειρήνη εκλαμβάνονταν σαν μια ρωμαϊκή θεότητα και η τοποθέτηση του βωμού στο Πεδίο του Άρεως, περιοχή αφιερωμένη στον εορτασμό των νικών, είχε συμβολικό χαρακτήρα: Το Πεδίο του Άρεως βρίσκονταν ένα ρωμαϊκό μίλι από το pomerium, την οριοθέτηση της πόλης, όπου ο ύπατος κατά την επιστροφή του από μια εκστρατεία έχανε την την στρατιωτική εξουσία (imperium militiae) και επανακτούσε την πολιτική εξουσία (imperium domi). Το μνημείο αυτό είναι ένα από τα πιο σημαντικά δείγματα τέχνης της εποχής του Αυγούστου και προορίζονταν να συμβολίσει την ειρήνη και την ευημερία που επιτεύχθηκαν σαν αποτέλεσμα της Pax Romana.
Ο Βωμός της Ειρήνης (Άρα Πάκις στα λατινικά, Άρα Πάτσις στα ιταλικά) αποτελείται από ένα σχεδόν τετράγωνο περίβολο, τοποθετημένο σε ένα χαμηλό βάθρο. Στις δύο πλευρές υπάρχουν δύο είσοδοι, πλάτους 3,60 μέτρων. Η μπροστινή είσοδος έχει εννέα σκαλιά, τα οποία οδηγούν στο εσωτερικό, όπου άλλα πέντε σκαλοπάτια επιτρέπουν την πρόσβαση στον βωμό. Η επιφάνεια του περιβλήματος έχει μια λεπτή ανάγλυφη διακόσμηση, εξωτερική και εσωτερική. Στις σκηνές το βάθος του χώρου επιτυγχάνεται χάρη στο διαφορετικό πάχος των στοιχείων της διακόσμησης.
Στις γωνίες υπάρχουν 4 κορινθιακοί πυλώνες. Το υπέρυθρο, σύμφωνα με τις αναπαραστάσεις σε νομίσματα, ήταν στεμμένο με ακρωτήρια.
Ο Βωμός της Ειρήνης αποτελεί βασικό στοιχείο της δημόσιας τέχνης κατά την εποχή του Αυγούστου, με μοτίβα διαφορετικής προέλευσης: κλασική ελληνική τέχνη στα διαζώματα, ελληνιστική τέχνη στην ζωφόρο, ρωμαϊκή τέχνη στην ζωφόρο του βωμού. Οι διακοσμήσεις ήταν χρωματιστές. Η εμφάνιση ήταν τόσο εκλεκτική που σίγουρα η κατασκευή οφείλεται σε Έλληνες τεχνίτες.
Η πολιτική όψη και η προπαγάνδα είναι αξιοσημείωτες, όπως και σε πολλά έργα της περιόδου, με τις προφανείς συνδέσεις μεταξύ του Αυγούστου και της Ειρήνης – Pax, που εκφράζεται με την αναβίωση του κόσμου κάτω από την καθολική κυριαρχία της Ρώμης. Διαφαίνεται σαφώς επίσης η σχέση μεταξύ του Αινεία, τον μυθικό πρόγονο του Gens Iulia (μια από τις πιο παλιές οικογένειες πατρικίων της Ρώμης) και του ίδιου του Αυγούστου, σύμφωνα με την προπαγάνδα της ιστορικής συνέχειας που ήθελε τον αυτοκράτορα θεόσταλτο συνεχιστή της ιστορίας του τότε γνωστού κόσμου.
Για την σχέση του Άρα Πάκις με το ηλιακό ρολόι του Αυγούστου, έχουμε αναφερθεί σε ξεχωριστό θέμα.
Το Άρα Πάκις ανοικοδομήθηκε και ξαναπήρε την αρχική του μορφή χάρη στις μαρτυρίες των πηγών, μελέτες κατά τη διάρκεια των ανασκαφών και απεικονίσεις σε ρωμαϊκά νομίσματα.
Κατά το Μεσαίωνα το Άρα Πάκις χρησιμοποιήθηκε σαν αποθήκη μαρμάρου. Η πρώτη ανακάλυψη του Άρα Πάκις χρονολογείται στα 1568, όταν ήλθαν στο φως εννέα μεγάλα μαρμάρινα τμήματα, σκαλισμένα από τις δύο πλευρές, που αρχικά αποδόθηκαν σαν μέρος μιας αψίδας του Δομιτιανού. Ορισμένα αγοράστηκαν από τον Μεγάλο Δούκα της Τοσκάνης και το μεγαλύτερο μέρος πήγε στη Φλωρεντία, ένα άλλο μεγάλο τμήμα πήγε στο Μουσείο του Λούβρου (όπου εξακολουθεί να παραμένει εκεί), ενώ ένα άλλο τμήμα μεταφέρθηκε στα Μουσεία του Βατικανού. Άλλα τμήματα που ήταν διακοσμημένα με γιρλάντες εντοιχίστηκαν στην πρόσοψη της Βίλα Μέντιτσι, όπου ορισμένα υπάρχουν ακόμα και σήμερα. Ένα τελευταίο τμήμα χρησιμοποιήθηκε σαν ταφόπλακα ενός επισκόπου, θαμμένο στην Εκκλησία του Ιησού.
Το 1859, κατά τη διάρκεια των εργασιών σε ένα μέγαρο, ανακαλύφθηκαν και άλλα τμήματα, όπως η βάση του βωμού. Η αναγνώριση των τμημάτων οφείλεται στον Γερμανό αρχαιολόγο Friedrich von Duhn. Το 1903 πραγματοποίησε τις πρώτες τακτικές ανασκαφές, φέρνοντας στο φως την δομή του μνημείου. Οι ανασκαφές ολοκληρώθηκαν το 1937 και η αποκατάσταση ανατέθηκε στον Giuseppe Moretti. Ανακτήθηκαν τα τμήματα από την Φλωρεντία, καθώς και εκείνα των Μουσείων του Βατικανού, δωρεά του Πάπα Πίου ΙΒ’, ενώ εκείνα του Λούβρου και της Βίλα Μέντιτσι αντικαταστάθηκαν από εκμαγεία. Ο ίδιος ο Μουσολίνι αποφάσισε να τεθεί το Άρα Πάκις στο εσωτερικό ενός περιπτέρου και να τοποθετηθεί κοντά στο Μαυσωλείο του Αυγούστου. Το τελικό σχέδιο παρουσιάστηκε το Νοέμβριο του 1937 αλλά δεν τηρήθηκε πλήρως. Τα εγκαίνια έγιναν στις 23 Σεπτεμβρίου 1938. Κατά τον πόλεμο αφαιρέθηκαν οι τζαμαρίες και το μνημείο προστατεύονταν από σακιά με χώμα και εν συνεχεία με έναν τοίχο. Οι βιτρίνες θα αποκατασταθούν μόλις το 1970.
Τα καυσαέρια, η σκόνη, οι κραδασμοί και η υγρασία θα προκαλέσουν ζημιές στο μνημείο, με αποτέλεσμα να αποφασιστεί μια πρώτη συστηματική αποκατάσταση κατά την δεκαετία του ’80, η οποία θα αποδειχθεί αναποτελεσματική, καθώς 10 χρόνια αργότερα η κατάσταση φαίνονταν αρκετά ανησυχητική. Τότε ο Δήμος θα αποφασίσει να αντικαταστήσει το περίπτερο με την προστατευτική βιτρίνα. Το σχέδιο για την μουσειοποίηση του μνημείου ανατέθηκε στο αμερικανικό αρχιτέκτονα Richard Meier.
Το συγκρότημα εγκαινιάστηκε το 2006 και αν και επικρίθηκε δριμύτατα, ωστόσο, χρησιμοποιεί τις πιο προηγμένες τεχνολογίες και υλικά υψηλής ποιότητας.
Στον τείχο του μουσείου του Άρα Πάκις που βλέπει προς το μαυσωλείο του Αυγούστου και την ομώνυμη πλατεία, βρίσκεται χαραγμένο το «Res Gestae», οι πράξεις, τα πεπραγμένα, θα λέγαμε.
Σε ηλικία 76 ετών, ο Αύγουστος θα αναθέσει στις Εστιάδες Παρθένες τέσσερις κυλίνδρους, οι οποίο περιείχαν την υλική και πνευματική του διαθήκη: Την διαθήκη του αυτή καθεαυτή, τις οδηγίες για την κηδεία του, μια ακριβή έκθεση της οικονομικής κατάστασης της αυτοκρατορίας και το «Index rerum a se gestarum». Αυτό το τελευταίο έγγραφο, στο οποίο ο princeps ανάθετε την πολιτική του εικόνα, χωριζόταν σε τρία μέρη: Μια αναφορά των τιμών (honores) που είχε δεχθεί (αποδεκτών και μη), μια κατάσταση των δαπανών (impensae) που είχαν πραγματοποιηθεί για χορηγίες και την μνημειακή τακτοποίηση της Ρώμης και τέλος την καταγραφή των επιτευγμάτων σε 57 χρόνια δημόσιας ζωής (τα πραγματικά res Gestae). Σύμφωνα με την θέληση του Αυγούστου, τα Res Gestae χαράχτηκαν σε χάλκινες πλάκες και τοποθετήθηκαν στην είσοδο του μαυσωλείου του.
Μετά το θάνατο του Αυγούστου, το κείμενο μεταγράφτηκε και στάλθηκε στις επαρχίες της αυτοκρατορίας για να αντιγραφεί πάνω σε διάφορα μνημεία αφιερωμένα σε αυτόν. Δεδομένου ότι οι αρχικές πλάκες χάθηκαν γρήγορα, τα res Gestae έφτασαν στις μέρες μας χάρη σε τρεις επαρχιακές επιγραφές που βρέθηκαν στην Γαλατία (σημερινή Τουρκία). Η πρώτη επιγραφή με δίγλωσσο κείμενο, στα ελληνικά και λατινικά, είναι ακόμη ορατή στον πρόναο του ναού αφιερωμένο στην Ρώμη και τον Αύγουστο, στην Άγκυρα. Μια δεύτερη επιγραφή στα ελληνικά βρίσκονταν στην βάση μιας ομάδας αγαλμάτων του Αυγούστου και της οικογένειάς του στην αρχαία Απολλωνία. Άλλα τμήματα στα λατινικά ήταν μέρος μιας μνημειακής επιγραφής που βρίσκονταν στην Αντιόχεια της Πισιδίας. Η ενοποίηση αυτών των τριών δειγμάτων επέτρεψε στα τέλη του 19ου αιώνα και στιςαρχές του 20ου, να αποκατασταθεί πλήρως η «βασίλισσα των επιγραφών».
Το 1938 αποφασίστηκε η χάραξη σε πέτρα των Res Gestae για να επιστρέψει στη Ρώμη, ό,τι ο χρόνος είχε σβήσει. Η απόφαση ήταν μέρος του σχεδίου της φασιστικής προπαγάνδας για την «αναβίωση της αυτοκρατορίας». Η επιγραφή σχεδιάστηκε με χάλκινα γράμματα ενσωματωμένα σε δάπεδο τραβερτίνη. Τα res Gestae χαράχτηκαν λοιπόν σε έναν τοίχο 40 μέτρων, αποτελούμενο από επτά πίνακες. Για την εκτέλεση της επιγραφής απαιτήθηκε η κατασκευή 15.115 χάλκινων γραμμάτων, 115 εκ των οποίων μόνο για τον τίτλο.
Το Μουσείο βρίσκεται εδώ:
Leave A Comment