Ένα από τα λιγότερα γνωστά χαρακτηριστικά της Ρώμης είναι η μεσαιωνική της όψη. Είναι δύσκολο να το πιστέψει κανείς, αλλά στο Μεσαίωνα υπήρχαν ταυτόχρονα στη Ρώμη τριακόσιοι πύργοι. Μαζί με τα καμπαναριά και τους πύργους των Αυρηλιανών Τειχών πρόσδιδαν στην πόλη μια καθετοποιημένη και «ακανθώδη» πανοραμική θέα, με τους πύργους να μοιάζουν σαν στάχυα σταριού. (Σήμερα κάτι ανάλογο μπορούμε να παρατηρήσουμε στο Σαν Τζιμινιάνο). Αυτός ο αριθμός φαντάζει ακόμα πιο εντυπωσιακός, αν σκεφτούμε πως η μεσαιωνική πόλη ήταν πολύ μικρότερη από ό,τι σήμερα, όλη περιορισμένη δίπλα το ποτάμι. Οι λίγες δεκάδες χιλιάδες των κατοίκων έμεναν πλησίον του Τίβερη είτε για την εύκολη πρόσβαση στο νερό (τα ρωμαϊκά υδραγωγεία είχαν καταστραφεί), είτε για μια ασφαλή άμυνα, είτε για την εκμετάλλευση του ρεύματος από μύλους. Η κατασκευή ενός πύργου ήταν ένα προνόμιο μόνο για τις ισχυρές οικογένειες, ως σύμβολο του φεουδαρχικού δικαίου, και το πυργόσπιτο, – που είναι βασικά ένας πύργος με λειτουργίες στέγασης, – έγινε το πιο δημοφιλές μοντέλο κατοικίας για την αριστοκρατία. Μόνο από τον 15° αιώνα και μετά οι πύργοι άρχισαν να εξαφανίζονται, με την εμφάνιση του μεγάρου στυλ Τοσκάνης. Από τις εκατοντάδες των πύργων που υπήρχαν στην Ρώμη κατά το Μεσαίωνα, σήμερα επέζησαν περίπου πενήντα: Κάποιοι μάλλον διάσημοι επειδή απομονωμένοι και σαφώς ορατοί, οι πιο πολλοί άγνωστοι, βρίσκονται ενσωματωμένοι σε μεταγενέστερα κτίσματα ή κρυμμένοι πίσω από κτίρια που κόλλησαν δίπλα τους.
Ο Πρώιμος Μεσαίωνας ήταν μια από τις πιο τραγικές και αποφασιστικές περιόδους της ιστορίας της πόλης. Είναι η εποχή στην οποία θα εξαφανιστούν και τα τελευταία ίχνη της αρχαίας δόξας. Η Ρώμη έχει γίνει μια ιερή πόλη και ως εκ τούτου τόπος προσκυνήματος, κλονισμένη όμως από αιματηρές αντιπαραθέσεις μεταξύ των οικογενειών των βαρόνων, που θα την ρίξουν στην μέγγενη της βίας.
Γιατί όμως οι αιώνες πριν και μετά του έτους 1000 είδαν την εξάπλωση μιας τέτοιας χαρακτηριστικής αρχιτεκτονικής; Η απάντηση βρίσκεται στον τίτλο: Λόγω του φόβου. Οι πύργοι ήταν ένα είδος κατασκευής – είτε για στρατιωτικούς σκοπούς, είτε συχνά για στέγαση – που υπαγορεύονταν από την κρίσιμη κατάσταση και τον διαρκή κίνδυνο που ζούσε κανείς στη Ρώμη. Τον ένατο αιώνα θα λάβει χώρα μια ριζική ιδιωτικοποίηση του αστικού χώρου, ένα είδος «αστικής φεουδοποίησης», με την οικειοποίηση χώρων και λειτουργιών. Στην αστική και θρησκευτική αρχιτεκτονική, αυτή η φεουδοποίηση θα παραγάγει μια σημαντική διαδικασία καστροποίησης, με αποτέλεσμα πολλά κτίρια και χώροι να οριοθετηθούν από τείχη, σχηματίζοντας μια ενιαία δομή ποικίλου μεγέθους και λειτουργίας. Οποιοσδήποτε αν ήθελε, μπορούσε να φιλοδοξήσει να ασκήσει κάποια εξουσία, οποιοσδήποτε που ήθελε να αποκτήσει προβολή και κύρος ή φοβόταν επίθεση, έχτιζε μια οχυρωμένη κατοικία, στην οποία ο πύργος χρησίμευε για τον εντοπισμό του εχθρού και την άμυνα. Ακόμα και το Κολοσσαίο χρησιμοποιήθηκε σαν αμυντικός περίβολος για ένα κάστρο χτισμένο στο εσωτερικό του. Υπήρχαν πύργοι έως και πάνω στις ρωμαϊκές αψίδες. Οι τοποθεσίες που επιλέγονταν για την ανέγερση αυτών των αμυντικών κατασκευών σχετίζονταν με τα πιο εντυπωσιακά ερείπια της αρχαιότητας, τα οποία πρόσφεραν παροχή οικοδομικών υλικών και διευκόλυναν την θεμελίωση. Εκτός από την εκπλήρωση της αμυντικής αποστολής, οι πύργοι έλεγχαν και τις προσβάσεις προς την πόλη και τις γέφυρες του Τίβερη.
Για δύο ή τρεις αιώνες στο θρόνο του Πέτρου διαδέχονται ο ένας τον άλλο πάπες που ήταν εκφράσεις των αντίπαλων φατριών. Η μόνη έγνοια των διαφόρων ισχυρών οικογενειών των τοπικών βαρόνων είναι η επιδίωξη της υπεροχής. Οι τεταμένες σχέσεις μεταξύ του παπισμού και της αυτοκρατορίας είχαν φυσικά άμεσα αποτελέσματα και στην πόλη, σε συνδυασμό με τις διαμάχες των οικογενειών , οι οποίες στέκονταν εναλλακτικά στο πλευρό του εκάστοτε πάπα ή αντίπαπα. Η επιδίωξη της εύρεσης ασφάλειας και προστασίας πίσω από ισχυρά τείχη ήταν πρωταρχικός σκοπός σε μια πόλη που απειλούνταν από εσωτερικές έριδες και εξωτερικούς εισβολείς. Ήταν ο λόγος για τον οποίο θα μεταφερθεί η έδρα του πάπα από το Λατερανό στο Βατικανό, το οποίο προστατεύονταν από τείχη ήδη από τον ένατο αιώνα. Το σύμπλεγμα του Βατικανού μαζί με το Κάστρο του Αγίου Αγγέλου πρόσφερε ικανοποιητικές εγγυήσεις και μπορούσε να μετατραπεί σε ακρόπολη. Με λίγα λόγια, η επιλογή της έδρας του πάπα έγινε με μοναδικό κριτήριο τον φόβο.
Τα πιο σημαντικά ονόματα που συναντάμε στα χρονικά αυτών των αιώνων είναι αυτά των Κρεσέντσι, των κόμηδων του Τούσκολο, των Κολόνα, των Φραντζιπάνε κλπ. Προς το τέλος του δέκατου αιώνα, οι Κρεσέντσι, δίχως κανένα ηθικό ενδοιασμό, κατάφεραν να επιβάλλουν έναν δικό τους άνθρωπο στο θρόνο του Πέτρου, που θα πάρει το όνομα του Ιωάννη ΙΓ’ και θα συμβάλει στην ισχυροποίηση της οικογένειας. Η πρόσβαση στο παπικό αξίωμα αποτελούσε ένα αποφασιστικό βήμα για την απόκτηση αγαθών, πλούτου και γαιοκτησίας, αφαιρώντας τα από άλλους, λιγότερο τυχερούς ανταγωνιστές. Όταν ο Ιωάννης ΙΓ’ πέθανε, ο αυτοκράτορας Όθων Α’ ευνόησε την εκλογή ενός πάπα πιστό σε αυτόν, του Βενέδικτου ΙΣΤ’. Ένας από τους Κρεσέντσι ωστόσο, θεωρώντας μη επαρκή τον πλούτο που είχε συσσωρεύσει μέχρι εκείνη την στιγμή, τον φυλάκισε και επέβαλε έναν καρδινάλιο σαν αντίπαπα. Ο νέος πάπας θα πάρει το όνομα του Βονιφάτιου Ζ’ και θα αποδειχθεί ποντίφικας με ιδιαίτερη αγριότητα. Μία από τις πρώτες πράξεις του ήταν να στραγγαλίσει τον προκάτοχό του. Όταν τα στρατεύματα του Όθωνα Β ‘, γιου του Όθωνα Α’, θα προσεγγίσουν στην Ρώμη, θα καταφύγει στην Κωνσταντινούπολη, συναποκομίζοντας όλο το παπικό ταμείο και θα τεθεί υπό τη προστασία του Αυτοκράτορα Ιωάννη Τσιμισκή.
Μετά από 9ετή παραμονή στη Κωνσταντινούπολη, ο Βονιφάτιος Ζ΄ επέστρεψε στη Ρώμη και ανήλθε πάλι στο Παπικό θρόνο. Κατηγορήθηκε όμως και πάλι και δεν τολμούσε να εμφανισθεί δημόσια. Τελικά φονεύθηκε κατά τη διάρκεια στάσεως του εξεγερθέντος λαού, ο οποίος και εξέθεσε γυμνό το σώμα του σε κοινή θέα περιφέροντάς το στους δρόμους της Ρώμης.
Το 996 ο Όθωνας Γ’ θα ευνοήσει την εκλογή ενός συγγενής του, τον πρώτο Γερμανό πάπα,Γρηγόριο Ε’. Η επιλογή αυτή δεν άρεσε στους Κρεσέντσι και θα υποθάλψουν μια λαϊκή εξέγερση, επιβάλλοντας ως αντίπαπα τον Ιωάννη ΙΣΤ’. Για να τον εκλέξει, ο Κρεσέντσιο Νομεντάνο ζήτησε τη βοήθεια του βυζαντινού αυτοκράτορα Βασιλείου Β’, άνθρωπο ακραίας σκληρότητας. Η κίνηση δεν άρεσε στον Όθωνα Γ’ και κίνησε κατά την Ρώμη. Οι πρωτουργοί της εξέγερσης διέφυγαν αλλά ο πάπας αιχμαλωτίστηκε έξω από την Ρώμη. Ακρωτηριάστηκε, τυφλώθηκε και σύρθηκε στη Ρώμη, όπου εκτέθηκε σε δημόσια διαπόμπευση και τελικά σκοτώθηκε.
Πρόκειται για παραδείγματα ικανά να περιγράψουν την εικόνα των φοβερών εκείνων αιώνων και την απίστευτη παρακμή της εκκλησίας, η οποία σπαράσσονταν από την απληστία των ισχυρών οικογενειών, έχοντας μεταβληθεί σε όργανο σκληρότητας, διαφθοράς και σιμωνίας.
Ένα άλλο περίεργο και μακάβριο επεισόδιο που συμβάλει στο να καταλάβει κανείς πόσο χαμηλά είχε ξεπέσει η εκκλησία, έχει σχέση με τον πάπα Φορμόζο (891-896). Ο Φορμόζος εξαναγκάστηκε να στέψει ως Ρωμαίο Αυτοκράτορα τον Δούκα Γκουίδο Γ΄ του Σπολέτο τον Απρίλιο του 892. Παράλληλα όμως έπεισε τον Αρνούλφο της Καρινθίας να βαδίσει προς τη Ρώμη και να ελευθερώσει την Ιταλία, κίνηση που ο Αρνούλφο θα κάνει. Ο Γκουίδος πέθανε το Δεκέμβριο του 894 αφήνοντας διάδοχο το γιο του Λαμβέρτο, με την φροντίδα της μητέρας του Αγιλτρούδης, αντιπάλου της Καρολίγγειας δυναστείας. Το φθινόπωρο του 895, ο Αρνούλφος ξεκίνησε τη δεύτερη Ιταλική εκστρατεία του και το 896 στέφθηκε από τον πάπα στη Ρώμη. Στις 4 Απριλίου 896, ο Φορμόζος πέθανε. Τον διαδέχτηκε ο Πάπας Βονιφάτιος ΣΤ΄, ο πάπας με το συντομότερο ποντιφικάτο της ιστορίας, μόλις 12 ημέρες. Ο διάδοχος του Βονιφάτιου Πάπας Στέφανος ΣΤ΄, υπό την επιρροή του Λαμβέρτου και της Αγιλτρούδης, ξέθαψε το πτώμα του Φορμόζου και το υπέβαλε σε μεταθανάτια κρίση το 897 στη σύνοδο της Ρώμης. Η σορός του εκταφιάστηκε, ντύθηκε με παπικά ενδύματα και τοποθετήθηκε σε θρόνο για να αντιμετωπίσει τις κατηγορίες. Ο νεκρός καταδικάστηκε ως ανάξιος του παπικού αξιώματος, του έσκισαν τα παπικά ενδύματα, του απέκοψαν τα τρία δάκτυλα που χρησιμοποιούσε για να ευλογεί και κατόπιν το νεκρό σώμα ρίχτηκε στον ποταμό Τίβερη.
Πώς ήταν η Ρώμη εκείνη την εποχή; Η πόλη βρίσκονταν σε γενική υποβάθμιση. Οι πλημμύρες του Τίβερη άφηναν πίσω τους ανθυγιεινά έλη, ελάχιστοι δρόμοι ήταν σε καλή κατάσταση. Η οικονομία βρίσκονταν στο ελάχιστο και η σχεδόν παντελής έλλειψη επιχειρηματιών είχε σαν αποτέλεσμα να είναι η εκμετάλλευση της κλασικής κληρονομιάς η πιο συχνή δραστηριότητα. Ομάδες εργατών επί δεκαετίες αφαιρούσαν τα μάρμαρα, έλιωναν τον χαλκό, παρήγαγαν ασβέστη από τα μάρμαρα. Έκλεβαν όλοι. Έκλεβαν οι κάτοικοι για να επιβιώσουν, έκλεβαν οι αριστοκράτες για να στολίσουν τις κατοικίες τους, έκλεβαν οι ξένοι επισκέπτες για να πάρουν μαζί τους ενθύμια. Ακόμη και ο Καρλομάγνος μετά την στέψη του το βράδυ των Χριστουγέννων του 800, αναχώρησε από τη Ρώμη με μια φάλαγγα αμαξιών γεμάτα αγάλματα, μπρούντζινα γλυπτά, κολώνες, αντικείμενα τέχνης, θέλοντας να μετατρέψει το νέο παλάτι του στο Ακυίσγρανο (σημερινό Άαχεν) σε νέα Ρώμη. Η πόλη ήταν γεμάτη εκκλησίες, υπήρχαν πάνω από τριακόσιες, συχνά πρώην ανασκευασμένοι παγανιστικοί ναοί. Πολλές αστικές περιοχές μετατράπηκαν σε αγροτικές. Η πλειοψηφία του πληθυσμού ζούσε σε οικτρή κατάσταση. Επειδή η ροή των προσκυνητών ήταν έντονη και συνεχής, ένα από τα πιο δημοφιλή επαγγέλματα ήταν αυτό του αργυραμοιβού. Υπήρχαν πολλοί βιοτέχνες και χειροτέχνες, όπως σήμερα μαρτυρούν τα ονόματα πολλών δρόμων στο κέντρο. Τα σπίτια είναι γυμνά και μονώροφα, οι συνθήκες ανθυγιεινές, ήταν ανύπαρκτες οι τουαλέτες και οι αποχετεύσεις. Κατά το έτος 1000 ήταν ιδιαίτερα περιζήτητες οι κατοικίες γύρω από το Λατερανό, έδρα του πάπα.
Η ευτελής κατάσταση στην οποία είχε ξεπέσει ο παπισμός θα αλλάξει ριζικά με την άνοδο του Γρηγορίου Ζ’, ανθρώπου πολιτικά ισχυρού που είχε γνώση της θέσεώς του. Παρόλα αυτά, εξαιτίας του και εξαιτίας της επιλογής του να διαφυλάξει το αξίωμά του παρά την πόλη και τους κατοίκους της, θα γίνει ο υπαίτιος της μεγαλύτερης καταστροφής που έπαθε ποτέ η πόλη. Η Άλωση της Ρώμης του 1084 από τους Νορμανδούς είναι ένα από τα πιο αιματηρά επεισόδια της διαμάχης μεταξύ του παπισμού και την Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Τότε καταστράφηκε και η συντριπτική πλειοψηφία των ρωμαϊκών μνημείων.
Η εποχή των πύργων θα δύσει οριστικά το 1258, όταν 140 από αυτούς θα καταστραφούν κατ’ εντολή του Γερουσιαστή Μπρανκαλεόνε Ντέγι Ανταλό, (τοποθετημένο από τις συντεχνίες των εμπόρων και των βιοτεχνών), εκδικούμενος τους ευγενείς που τρία χρόνια νωρίτερα τον είχαν φυλακίσει κατά τη διάρκεια μιας εξέγερσης. Άλλοι πύργοι θα καταστραφούν από το εξαγριωμένο πλήθος. Με τα ερείπια των οχυρωμένων πυργόσπιτων κλείνει οριστικά μια εποχή καταπίεσης και φόβου, ενώ ξεκινά, έστω και προσωρινά, η εξουσία του λαού διαμέσου του Δήμου.
Leave A Comment